Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος κι έχει ένα δικαίωμα που δεν χαρίζεται και με καμιάν αγάπη με καμιά συμφορά δεν αλλάζει και δεν πεθαίνει. Κι αν το δικαίωμα πεθαίνει και πια δεν ωφελεί, τότε έρχεται η πιο ευλογημένη ώρα για Γάμο που είναι αυτή εδώ που η Σιωπή ξαφνικά κατέβηκε κι αυτοί οι νέοι βάρυναν.
Σαν λυπημένος από μιαν άλλη Γυναίκα που την έλεγαν Αιτία κι είχε το χάρισμα σα ν’ αφουγκράζεται ένα τραγούδι από γενιές. Πώς να είναι ο άνθρωπος από μέσα; Ένα θαύμα; Λυσσασμένο Πουλί να ξεφύγει απ’ την ελευθερία; Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που από τυραννική δεισιδαιμονία υπακούουν την αρχαία ανθρώπινη ψυχή. Αλλά υπάρχει και μια λαμπρή ευχαρίστηση, χωρίς ομιλία αλλά με σφυριχτά μουγκρίσματα, που σαν απληστία κουνιέται ρυθμικά, μια μπρος και μια πίσω και κροταλίζει τα βαριά της τάματα από σφοδρές πράξεις που έχει στο νου…
Η ιστορία της Μαρίας. Ο Λάμπρος απάτησε την Μαρία δεκαπέντε χρονών κόρη τάζοντας την να τη στεφανωθείκι έλαβε με αυτή τέσσερα τέκνα μια θυγατέρα και τρία αρσενικά και τα έριξε εις ορφανοτροφείο. Δεκαπέντε χρόνοι είχαν περάσει κι εζούσε η Μαρία εις το σπίτι του Λάμπρου αστεφάνωτη και την εμάραινε η ατιμία της και εις αυτό εφαίνετο αδιάφορος ο Λάμπρος και αναίσθητος εις τον πόνο και εις εκείνες τις ημέρες τούτος ο κακοήθης αλλά μεγαλόψυχος άνδρας ενωμένος. Επολεμούσε παρακινούμενος από τα δίκαια των Ελλήνων από την επιθυμία να εκδικήσει το θάνατο ενός ιερομόναχου αδελφού της Μαρίας τον οποίον είχε κάψει ζωντανόν ο τύραννος της Ηπείρου τον άγιον άνδρα όπου μέσα εις το μαρτύριο έβλεπε θεία οράματα και επροφήτευε την αναγέννηση της Ελλάδας και ο ενθουσιασμένος μάρτυρας τους εφώναζε. Παρουσιάζεται ένας νέος και τους ειδοποιεί. Ο νέος δείχνει ότι κάτι άλλο έχει να φανερώσει μυστικά του λάμπρου του οποίου μιλεί άφοβα του ξεσκεπάζεται ότι είναι κόρη. Η ωραιότης της κόρης και η ευαισθησία της εμπνέουν του Λάμπρου σφοδρότατον έρωτα και γλήγορα κατορθώνει να πλανέσει το αδύνατο και αισθαντικό κοράσι.
Ποτέ όμως μέσα εις καμμίαν άλλη δεν είχε αισθανθεί ο Λάμπρος. Βαθιά να ταραχθεί η συνείδησή του. Ενώ εκοίταζε τα χαριτωμένα κινήματα της κόρης όπου εμιλούσε ξανοίγει εις την δεξιάν της παλάμη αιματώδη σταυρό και εις τον λαιμό της πλεξίδα τα ίδια γνωρίσματα τα οποία είχε κάμει της θυγατρός της ή Μαρία σέρνει ο Λάμπρος φωνή φρίκης και η δυστυχισμένη μαθαίνει την ανέκφραστη συμφορά της. Λάμνει ο Λάμπρος και δεν την κοιτάζει. Έξαφνα ακούει βρόντο γυρίζει. Η κόρη ερίχθηκε εις τη λίμνη. Εις αυτή την ίδια νυχτιά παραμονή του Πάσχα η Μαρία της οποίας ήταν άγνωστα τα πάντα. Έστεκε μονάχη εις το παραθύρι περιμένοντας τον Λάμπρο ετραγουδούσε λυπηρά τραγούδια. Φτάνει εκείνος και τη ξαφνίζει με την τρομασμένην όψη του και της ξεμυστηρεύεται ό,τι του συνέβηκε.
Το εσπέρας της λαμπρής η δυστυχής Μαρία δέεται.Ο Λάμπρος ευρισκόμενος εις την εκκλησία και ενώ προσπαθεί να πνίξει καθώς είχε κάμει πάντοτε τη φωνή της συνείδησης και να φύγει από την εκκλησία. Η Θεία Δίκη τους στέλνει από το μνήμα τρία σαν αδέλφια έρμα και ξένα. Τα τρία αρσενικά παιδιά του όπου τον κυνηγούν και δεν τον αφήνουν να φύγει από το ναό του θεού πριν του φιλήσουν στανικώς το στόμα. Της Μαρίας επάρθη ο νους και εις την τρέλα της μεταξύ εις τα άλλα ζητάει να στεφανωθεί με τον Λάμπρο και τούτος για να την ησυχάσει διορίζει να ετοιμασθεί τάχα ο γάμος μην κλαις μην τραγουδάς της λέει. Αναγκάζω τον κόσμο! φωνάζει η Μαρία και σκόρπισαν τρομαγμένες οι προσευχές που κούρνιαζαν στον θόλο του ναού αυτή είναι ώρα γάμου. Μη από τρέλα μη θαρρείτε από διεστραμμένο παράπονο αλλά από το δικαίωμα.
Αλλά η πιο ευλογημένη ώρα για γάμο είναι αυτή εδώ. Που ολωνών μας οι ζωές τελειώσαν η θυγατέρα μου πλάγιασε στο νερό και τα αρσενικά. Εκείνα τα μικρά σώματα με τα γαλάζια πλευράκια έχουν για πάντα θαφτεί γιατί αυτά που είδες έρχεται η ώρα και τα ξεχνάς αλλά πώς να ξεχάσεις αυτά που δεν είδες πώς τα ξεχνώ. Αλλά όλα αυτά θέριεψαν τον γάμο μου κι έκαναν πιο απαραίτητο τον γάμο με μαχαίρια! θα ξεκοιλιάσω το θεό κι αρπάζω. Με το μακρύ του ράμφος ο θεός μου άρπαξε το δικαίωμα μου. Υπομεινα αυτόν το θεό που ό,τι θέλει κάνει και τον παραφυλάω σ’ αυτόν εδώ το γάμο. Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος κι έχει ένα δικαίωμα που δεν χαρίζεται και με καμιάν αγάπη με καμιά συμφορά δεν αλλάζει και δεν πεθαίνει. Κι αν το δικαίωμα πεθαίνει και πια δεν ωφελεί. Τότε έρχεται η ώρα του γάμου. Τότε ακόμα πιο πολύ με κυριεύει το δικαίωμα το ερεθίζω και το αγριεύω κι όσο κι αν έχει λιώσει και βρωμά κι ακριβώς τότε ακόμα πιο πολύ. Ντέφι και το βροντώ και τότε η τάξη του κόσμου θα εξουσιαστεί από το δικαίωμα γιατί εγώ είμαι άνθρωπος κι έχω δικό μου νου κι άλλος ο νους του κόσμου. Ό,τι απομένει στον άνθρωπο είναι το άχρηστο δικαίωμα κι ούτε καν έναν άλλο άνθρωπο θα έχει ποτέ παρόλο που όλους τους ανθρώπους τους γεννά κι όσο πιο άνθρωπος είναι όπως εγώ τόσο πιο πολύ τους γεννά.
Όμως όλοι οι άνθρωποι γίνονται φως μέσα σ’ ένα φως κι ό,τι μου απόμεινε είναι το αφανισμένο μου δικαίωμα και διεκδικώ. Με χρέος μπολιάζω τον κόσμο τον παραδίνω στο αιώνιο χρέος! δεν τον προστατεύω πια. Ήρθε ο καιρός να χωρίσουν μέχρι θανάτου ο νους του ανθρώπου από το νου του κόσμου κι έτσι χώρισα απ’ τον κόσμο και φεύγω ρημαγμένη αλλά με μανία. Αλλά υπερήφανη αφού κανείς δεν θα περηφανευθεί ότι με πρόδωσε και προβαίνει η Μαρία να φύγει. Ντυμένη ένα βαρύτιμο νυφικό σαν από γύψο φεύγει ανέγγιχτη και φωτισμένη σαν ένας ουρανός.
Η Ιστορία της αναίσθητης γυναίκας.Η μορφή της ολοκαίνουργια και λεία και οι κινήσεις της σαν να ήταν μικρές τροχιές κεριών έτσι ευλύγιστη. Αμίλητη αλλά με μια κρυσταλλική θλίψη σαν την επίγνωση. Είπε μια σκληρή ντροπή εμποδίζει να αισθάνομαι τα αισθήματα. Μέσα σε κοίλο κόκαλο ο εαυτό της ματώνει αλλά δεν παρουσιάζεται. Αρρωσταίνει το παιδί της κι όλοι αγωνιούν. Αυτή το περιποιείται κι αφανέρωτη αγρυπνεί. Εκείνες τις ώρες έρχεται και ολοφύρεται. Είναι μια παλιά δούλα που είχε φύγει να παντρευτεί. ξαφνικά εμφανίζεται να συμπαρασταθεί στην αρρώστια του παιδιού αλλά συνέπεσε. Κι αυτηνής το παιδί είχε αρρωστήσει βαριά καθώς έρχονταν με το τρίκυκλο από πολύ μακριά. Αλλά στο δρόμο το παιδί της πέθανε. Ακούγονται έξω άγρια κλάματα. Έξω στο δρόμο η μάνα κυλιέται και μοιρολογά. Δίπλα ο άνδρας της τρομαγμένος από λύπη. Μέσα στο τρίκυκλο ένα δέμα τυλιγμένο με εφημερίδες. Δεμένο με σπάγκους το πεθαμένο παιδί.
Φλεγόμενη οικογένεια και σαν ένα ανθρώπινο αυγό σπασμένο και χυμένο εκεί στο δρόμο.Οι θρήνοι της μάνας δεν έχουν τελειωμό. Αλλά η γυναίκα αναίσθητη και εξακολουθεί να φροντίζει το παιδί της δεν ακούει δεν μιλά. Το παιδί πεθαίνει κι όλοι αρχινάν τον οδυρμό. Αμίλητη η γυναίκα τραβιέται στην άκρα και στέκεται. Έξαφνα ταράζεται κι ορμά. Τρέχει στο δρόμο και στην άλλη μάνα της φωνάζει εγώ! αναλαμβάνω τον πόνο σου και θα σου αφοσιωθώ σπαράζει από τον οίκτο. Με εξημμένη συμπόνια παραστέκεται στον άλλο πόνο και σαν μην είχε κι αυτή παιδί δικό της που μόλις πέθανε. Η συμπόνια της είναι βαθιά κι ειλικρινής και σαν ένας ενθουσιασμός και αισιοδοξία. Τέλειωσε ο θρήνος της μικρής δούλας.
Ήταν ένα λιπόσαρκο κορίτσι ως δεκαεφτά χρονών. Τώρα ακίνητη και αμίλητη κάθεται στο δρόμο κι αντιστέκεται να μπει στο σπίτι. Με τις ώρες κάθεται γονατισμένη κι ανέκφραστη. Μακριά της στέκεται κι η αναίσθητη γυναίκα. Τραντάζεται από έναν παροξυσμό έγνοιας για την ξένη μάνα αλλά δεν τολμά να την πλησιάσει. Αλλά σαν να την δελέαζε από μακριά με το βίαιο οίκτο της κι ύστερα βουβάθηκε. Οι δυο γυναίκες έμειναν έξω στο δρόμο κι εκεί κάθονται με τις ώρες και σώπαιναν ασάλευτες και σαν σβησμένες.
Η ιστορία της απέραντης γυναίκας που την έλεγαν Αικατερίνη.Είναι τριαντατεσσάρων χρονών με μακρύ σώμα και λίγο σκυφτή. Απαλή από μια αγαθότητα κι αγαπά τους αδελφούς της που την έχουν. Τους ευγνωμονεί με ένα ασταμάτητο κι ήρεμο κλάμα. Που αν και είναι τόσο καταδικασμένη που την περιβάλλουν. Δυνατά και θαρραλέα παλληκάρια και τους ποθεί με αφοσίωση. Κρυφοκοιτάζει και κρυφομυρίζει χαίρεται τα αδρά τους σώματα. ήσυχη σαν κελάρυσμα η ζωή της και την φέγγει σαν φεγγάρι μια ευτυχία. Ξαφνικά ήταν ηλιοβασίλεμα κι όλα τα σκοτείνιαζε η σιωπή του ήλιου. Τότε η Αικατερίνη διαπίστωσε. Μια τρύπα και σαν οπή διαπερνούσε τον κόσμο.
Αυτή η τρύπα ανήκει στον κόσμο και υπάρχει παντού διαμέσου των πραγμάτων. Έχει ένα χρώμα άσπρο και λίγο καφετί. Δεν είναι μεγάλη και τα χείλη της λίγο ανώμαλα σαν σκίσιμο χοντρού πανιού. Λες και είχε ανοίξει από ένα χτύπημα κι εκεί που ενωνόταν με το φυσιολογικό κόσμο σα να υπήρχε ένα ελαφρύ πρήξιμο που έδινε την εντύπωση πως εκεί υπήρχε ένας πόνος. Η Αικατερίνη αισθάνθηκε την εντύπωση ότι η τρύπα επηρέαζε. Ιδίως τα πρόσωπα που από φύση είναι ευπαθή και φαινόταν σαν από διάθλαση. Τα μάτια μεγάλωναν υπερβολικά αλλά και κάπως άλλαζαν και μ’ έναν τρόπο ακαθόριστο σα να τα σκέπαζε ένα απόκρυφο κι αόρατο παραπανίσιο βλέφαρο. Αλλά η αλλαγή αφορούσε και κυρίως άλλαζε η περιοχή του στόματος. Το άνω χείλος και μάλλον ολόκληρο το μέρος μεταξύ μύτης και στόματος φάρδαινε απίστευτα και παρακολουθούσες το στόμα να χαμηλώνει και να εξαφανίζεται προς τον λαιμό. Τα μέλη γινόταν καμπύλα σα να μην είχαν πια κόκκαλα και σαν από σπάνια ασθένεια κι οστεομαλακία. Αλλ’ και σ’ όλον τον κόσμο υπήρχε.
Σα να φούσκωνε ο κόσμος από μια βαθιά κίνηση κι αργή μετατόπιση πραγμάτων από πίσω του. Η Αικατερίνη έβγαλε μια φωνή και ποτέ στον κόσμο δεν ακούστηκε τέτοια τρομαγμένη φωνή. Παρόλο που η τρύπα του κόσμου δεν είχε καμιάν απολύτως έννοια κι όπως τα φυσικά φαινόμενα που τίποτα δεν προμηνάν και δεν συμβολίζουν. Αλλά η Αικατερίνη σαν γλώσσες την τύλιξαν και της φανερώθηκαν οι απέραντες βουλές του κόσμου. Η αθανασία της Αικατερίνης οφείλεται. Το τρόμασμά της είναι η νέα γέννησή της και της άνοιξε μιαν ατέλειωτη ζωή δεν την αφήνει να πεθάνει. Λαμπάδιασε η ζωή της κι ακόμα καίγεται. Άρπαξαν την Αικατερίνη την περνούν από ακατανόμαστα μαρτύρια. Τροχοί την ξεσκίζουν. Οι βασανιστές μαίνονται και την ποδοπατούν. Αλλά η Αικατερίνη εξακολουθεί να ζει χάρη στο τρόμασμα και την αναγεννά. Σκισμένη και τα μέλη της κολλημένα στο χώμα. Πλατειά καθώς χτυπήθηκαν με σφύρες άπλωσαν κι έγιναν ένα με τη γη. Αλλά συνέχεια τρέμουν σαν ζωντανές μεμβράνες.
Στρέφει αργά το κεφάλι και σαν ν’ αναπαύεται με μικρούς στεναγμούς.Θλιμμένοι αδελφοί έρχονται και χάνονται και ξαναφαίνονται. Την παραστέκουν χωρίς να μιλάν. Αποτραβιούνται αθόρυβα όταν ξαναρχίζει το μαρτύριο. Ήσυχοι κοιτάζουν από μακριά και περιμένουν για να ξαναρθούν κοντά της. Έξη χιλιάδες νέοι κι έφηβοι παιδιά και κλείστηκαν με φωνές. Απ’ έξω ένας στρατός να πολιορκεί κι άλλος λαός και φώναζε. Ξαφνικά κατέβηκε μια σιωπή κι αυτοί οι νέοι βάρυναν.Αισθάνθηκαν ν’ αποχτούν ένα ακατανίκητο βάρος και σαν ένα τεράστιο και ταραγμένο σύμπλεγμα όπως εκείνα τα σπαραγμένα ανθρώπινα μαζώματα της καταστροφής.
Αβάσταχτα σώματα κι άρχισαν να βουλιάζουν ξαφνικά μέσα στη γη κι οι ακίνητες χειρονομίες τους αναπήδησαν από τη γη σαν τελευταίοι θάμνοι και χαθήκαν.Σ’ εκείνο το μέρος η γη δεν άντεξε και υποχώρησε σαν μια καθίζηση και χωρίς κανέναν κρότο ο σωρός βούλιαζε μαρμαρωμένος κι αργά σαν καράβι και τεντωμένα άλογα που πέφτουν σε γκρεμνό κι έσπανε σε μεγάλα κομμάτια το κάθε κομμάτι μεγαλύτερο από το ολόκληρο…
[Απ’ έξω ένας στρατός και πολιορκεί κι άλλος λαός και φώναζε. Ξαφνικά κατέβηκε μια σιωπή κι αυτοί οι νέοι βάρυναν. Αισθάνθηκαν να αποχτούν ένα ακατανίκητο βάρος και σαν ένα τεράστιο και ταραγμένο σύμπλεγμα όπως εκείνα τα σπαραγμένα ανθρώπινα μαζώματα της καταστροφής. Αβάσταχτα σώματα κι άρχισαν να βουλιάζουν ξαφνικά μέσα στη γη κι οι ακίνητες χειρονομίες τους αναπήδησαν από τη γη σαν τελευταίοι θάμνοι και χάθηκαν. Σ’ εκείνο το μέρος η γη δεν άντεξε και υποχώρησε σαν μια καθίζηση και χωρίς κανέναν κρότο ο σωρός βούλιαζε μαρμαρωμένος κι αργά σαν καράβι και τεντωμένα άλογα που πέφτουν σε γκρεμνό κι έσπανε σε μεγάλα κομάτια το κάθε κομάτι μεγαλύτερο από το ολόκληρο. Γλυστράν βαθειά και βυθίζονται βαρειά κι αργά στα μαλακά βάθη της γης που έχουν ένα τρυφερό χώμα και πιο βαθειά απ’ όλες τις ρίζες κι από όλους τους τάφους κι ακόμα πιο βαθειά κι από τις παραχωμένες άγκυρες του κακού και σκαλωμένες. Απότομα η γη έγειρε κι έκανε κλίση προς τα εκεί. Αλλά κανείς δεν πλησιάζει το βάραθρο και όλοι αποστρέφονται. Κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να σκύψει και να ιδεί κι ούτε κι οι μάνες. Κανείς να μην τολμήσει -