Η Κυβέλη με αγιότητα. Με βούρκωμα μαρτυρικής μέριμνας και πίστης για τους ανθρώπους. Είπε τρέμοντας από καλοσύνη η τέχνη είναι ό,τι απέμεινε από τον Θεό. Ας αφήσουμε λοιπόν τους ανθρώπους να έρθουν μόνοι τους προς αυτήν. Είμαι ποιητής και είμαι τριάντα επτά χρονών. Με λεν Κωνσταντίνο Λάιο. Η Κυβέλη είναι η δίδυμη αδελφή μου. Θα έρθουν! λέει η Κυβέλη ευτυχισμένη. Ο αιώνας θα αγιασθεί από την τέχνη κι ο κόσμος όλος θα αισθανθεί το μεγαλείο της και μονάχα εγώ απ’ όλους τους ανθρώπους. Μονάχα εγώ την τελευταία ημέρα θα το ακούσω να δύει για πάντα εκείνο το μικρό λυπημένο σου ποίημα. Σ’ αυτήν την ηλικία που έφτασα με κόπους θανάσιμους με αρρώστιες βαρειές. Σηκώθηκα πολύ πρωί κι είπα μ’ απελπισμένη ικεσία τελειώσαν πια για πάντα για μένα τα φυσικά πράγματα. Από σήμερα θα ζήσω περιμένοντας το υπερφυσικό. Τότε συνέβησαν δυο υπερφυσικά γεγονότα… (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο Εχθρός του Ποιητή, εκδόσεις Κέδρος 1990- ART by Sarham Griffin]
Θάνατος εξημέρωσεν ογλήγορα και κάμε GwencHlan(Γιώργου Χειμωνά «Ο Εχθρός του Ποιητή, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1990)
-1-
Μονάχα εγώ την τελευταία ημέρα θα το ακούσω να δύει για πάντα εκείνο το μικρό λυπημένο σου Ποίημα
Τότε συνέβησαν δυο υπερφυσικά γεγονότα.Το πρώτοέγινε σε μια εξοχή της Βοιωτίας. Ο καιρός ήταν βροχερός και ξαφνικά είδα επάνω σ’ έναν χαμηλό λόφο. Η μορφή του σκοτεινή όπως η γη ένας άνθρωπος όρθιος κι ασάλευτος. Στραμμένος προς εμένα ένας κουρασμένος άγνωστος πολεμιστής. Ντυμένος με μυθική μαύρη σιδερένια στολή φαινόταν τεράστιος. Αλλά ήταν εκεί για μένα κι αισθάνθηκα πως εγώ ήμουν η αιτία που ήταν πολεμιστής. Ξαφνικά σήκωσέ το πρόσωπό του προς τον ουρανό κι ούρλιαξε με μια φωνή που δεν ήταν ανθρώπινη. Ύστερα λύγισε απότομα στα δυο υποφέροντας από τρομερό πόνο. Ξεκίνησα να πάω προς το μέρος του. Έφτασα εκεί με αγωνία κλαίοντας από την ταραχή. Εκεί αντίκρισα ένα θέαμα αποτρόπαιο. Ένα σκοτωμένο πελώριο αγριογούρουνο κειτόταν εκεί όπου στεκόταν ο ουράνιος πολεμιστής. Μαύρες χοντρές τρίχες σκέπαζαν το άψυχο σώμα του. Από κάπου κοντά ακούγονταν οξείες οιμωγές μικρών γουρουνιών που ήταν τα παιδιά του. Πάνω από το νεκρό ζώο έσκυβαν τρεις άθλιοι άνθρωποι.Έμοιαζαν με παλιούς Έλληνες. Ντυμένοι με φαρδιές γκρίζες καμπαρτίνες που φορούσαν οι μικροαστοί του πενήντα. Μονάχα ο τρίτος ήταν τυλιγμένος με μια τριμμένη στρατιωτική κουβέρτα με φθαρμένα γράμματα κεντημένα καλλιγραφικά ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ.Οι άλλοι δυοείχαν σφιχτά δεμένη την ζώνη της καμπαρτίνας τους. Φορούσαν βρώμικα άσπρα πουκάμισα και πλεχτές νάιλον μαύρες γραβάτες. Θύμιζαν τους πεινασμένους Έλληνες δημόσιους υπάλληλους μετά την Κατοχή. Αλλά καταγίνονταν με έργα φριχτά. Ο ένας με το δείχτη τουπροσπαθούσε να ξεριζώσει τα θολά μάτια του ζώου. Έμπηγε το δάχτυλο του μέσα στην κόγχη και το στριφογύριζε κυκλικά για να ξεκολλήσει τον βολβό με το νύχι του. Ο άλλος έχωνε τα χέρια τουμέσα στο μαχαιρωμένο ανοιγμένο κουφάρι. Τραβούσε την καρδιά και με τα δυο χέρια. Έσπαγε τεντώνοντας με δύναμη τις ασημένιες αορτές σα να κλάδευε απόκοβε την καρδιά από λασπωμένους με αίμα θάμνους. Ο τρίτος με την στρατιωτική κουβέρτα είχε κολλήσει το στόμα του στο μισάνοιχτο στόμα του ζώου. Σα να το φιλούσε και κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι του για να πάρει αναπνοή και πάλι ξανάσκυβε κι έγλειφε και φιλούσε το αποκρουστικό ρύγχος και κατάπινε τα πηχτά ματωμένα σάλια.
Το άλλο υπερφυσικό γεγονός ήταν ο ερχομός της Κυβέλης.Αλλά δεν ήταν φυσικός ερχομός. Η Κυβέλη είχε οριστικά εγκαταλείψει την Ελλάδα. Είχε παντρευτεί πριν δεκαοκτώ χρόνια έναν ξένο τον YannicKerjean. Δεν θα ξαναγύριζε ποτέ πια στην Ελλάδα. Όμως ξαφνικά την είδα ξυπνώντας. Καθόταν στα πόδια του κρεβατιού και ενώ ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι η δικιά μου Κυβέλη και παρόλο που καταλάβαινα πως δεν ήταν όνειρό μου ή μια παραίσθησή μου. Ήταν αυτή η ίδια ζωντανή. Η πραγματικότητα του απρόοπτου ερχομού της δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα της ισόβιας αυτοεξορίας της, της ορκισμένης απουσίας της. Ούτε ένα γράμμα δεν έχουμε ανταλλάξει. Μένει μόνιμα στο χωριό Henvicτης Βρετάννης είναι η πατρίδα του Kerjean. Το σπίτι τους είναι ένα μεγάλο διώροφο πρεσβυτέριο και ονομάζεται TyCroasσπίτι του σταυρού. Επειδή έξω από την πόρτα του κήπου υπήρχε ένας μεγάλος σταυρός από γρανίτη. Ο θείος του Yannicήταν chanoine. Δεν έκαναν παιδιά. Η μητέρα Ευρυδίκη δεν ήθελε αυτόν το γάμο. Έπεσε να πεθάνει. Ολοφυρόταν τις νύχτες και καταριόταν τον Yannic. Αυτόν τον ξένο και για τη μητέρα Ευρυδίκη όποιος δεν ήταν Έλληνας ήταν κακός και ανάξιος. Ήξερε όπως κι εγώ το ήξερα πως ποτέ δεν θα ξαναγυρνούσε. Όμως εγώ την έπεισα με τα καλά μου όνειρα τα λαμπερά προαισθήματα που τάχα είχα. Γιατί η μητέρα Ευρυδίκη πίστευε στους πειραματισμούς. Στο τέλος υποτάχθηκε ότι αυτή ήταν η μοίρα της ακριβής της κόρης και τίποτε δεν θα την άλλαζε. Όταν την παρηγόρησα ότι εγώ θα την ξαναέφερνα πίσω αν την αποζητούσε. Η μητέρα Ευρυδίκη με κοίταξε με μίσος μου είπε δεν ξέρω γιατί. Αλλά αισθάνομαι ότι εσύ φταις για όλα. Για όλα! όσα μας έτυχαν για ό,τι μας μέλλεται ακόμα. Μακάρι εσύ να έφευγες και να μην ξαναγυρνούσες. Μακάρι εσύ να πέθαινες αντί για την Κυβέλη. Γιατί η Κυβέλη πέθανε πια για μένα κι ούτε και πεθαμένη δεν θα την ξαναδώ. Είχε δει ότι εγώ ήθελα να φύγει για πάντα η Κυβέλη να μην την ξαναδώ ποτέ. Επειδή η Κυβέλη με λάτρευε και με προστάτευε όσο κανείς στον κόσμο.
Η ουσία της ποίησης του ποιητή: να λυπάσαι τους φόβους σου που κλαιν όλη τη νύχτα κι ολόκληρο το όνειρο τραντάζεται απ’ το κλάμα τους
Ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του και η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Γιατί η Ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία, γι’ αυτό αφανίζεται από κάτι που δεν έχει αιτία. Ποίημα, πάλι, είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του Ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό – Γιώργος Χειμωνάς Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990)