Είδα έναν μικρό χάλκινο άγγελο που τα φτερά του ήταν από βυσσινί κρύσταλλο και κρατούσε ένα γυμνό ηλεκτρικό γλόμπο κι ήταν και βάζα με φτέρες και ξερά φύλλα και στρογγυλά που τα μάζεψαν σε εκδρομές… Εδώ ακριβώς φτεροκοπούσαν πριν λίγο και δυο λύπες η μία να παρακαλά η άλλη να βρίζει κι είναι σα να ζούμε εμείς τις ημέρες τους κι εκείνες να ζουν τις νύχτες μας… Σφαγμένες έκλαιγαν δάγκαναν κι ήρθα. Θα σταθώ εδώ. Εδώ έχει ακόμα προστασία γιατί ακόμα τις αισθάνομαι κι ας φύγαν. Τις λύπες εκείνες σας λέω που μ’ ακουμπάν και τις μυρίζω στον αέρα γιατί η λύπη είναι η χαρακτηριστική. Η πιο χαρακτηριστική των ανθρώπων και περισσότερο από αυτήν καταλαβαίνεις πως υπάρχουν παρά από τους ίδιους τους ανθρώπους κι απλώνεται κρατά. Σαν ένα είδος βαριά καμφορά κι όσο βαστά θα την βαστάξω πάνω μου μέχρι να στεγνώσει.Έσπασε ένα μπουκάλι λύπη εδώ. Θα μείνω ως το τέλος θα κρυφθώ μέσα σ’ αυτό το αντίσκηνο γιατί σα στασίδι και μέσα σ’ αυτόν τον ανθρώπινο λάκκο γιατί έξω απ’ αυτόν το λάκκο γιατί κανείς δεν μπορεί να μ’ αγγίξει και να μου κάνει κακό εδώ που είμαι και θα κουρνιάσω μέσα σ’ αυτή τη γούρνα με τα ανθρώπινα νερά μέχρι να εξατμιστούν στον καταραμένο ήλιο… (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1977 – ARTby Kazytc Chess-man)
… κι εδώ στα πόδια μου ο ακονιστής καθισμένος στο πεζοδρόμιο κι ανάσαινε σα σκυλί στον ήλιο. Ένας άνδρας πέθαινε εκεί κι από πάνω του μια γυναίκα. Ο Γιατρός Ινεότης αναγνώρισε τη γυναίκα. Ο άνδρας πολύ νέος και ξαπλωμένος στη μέση του δρόμου πέθαινε. Από βασανιστήρια και το κορμί του ακίνητο αλλά κουνούσε με ορμή το κεφάλι. Το κεφάλι του ανασηκωνόταν κι έπεφτε στριφογυρνούσε. Μονάχοι ο Γιατρός Ινεότης ο γύφτος η γνωστή γυναίκα ο εξαρθρωμένος και μόλις διακρινόταν μακριά ο κόσμος. Η γυναίκα ήταν απελπισμένη κι αγριεμένη περπατούσε με φαρδιά βήματα γύρω από τον εξαρθρωμένο άπλωνε τις παλάμες της. Σαν να τους έκαμνε νόημα να μην πλησιάσουν και φώναξε στον Γιατρό Ινεότη και στον γύφτο μην έρχεστε. Εδώ θα μείνω αν μείνω εδώ τίποτα δεν θα πάθω γιατί εδώ ακριβώς και λίγο πριν έρθετε και πάνω από αυτόν το δυστυχισμένο. Ακριβώς εδώ συνέβησαν δύο ανθρώπινα συναισθήματα. Εδώ είναι ακόμα σπαρταράν ακόμα στον αέρα ζωντανά. Εδώ ήταν πριν μια γυναίκα έκλαιγε τον παρακαλούσε να κρατηθεί να μην πεθάνει μέχρι αύριο κι επίσης ένας άνδρας. Αλλά ο άνδρας φώναζε με θυμό και δεν παρακαλούσε αλλά τον διέταζε να κρατηθεί και να μην πεθάνει έως αύριο. Εδώ ακριβώς πριν λίγο δυο λύπες. Οι δυο λύπες φτεροκοπούσαν η μια να παρακαλά η άλλη να βρίζει τις είδα από μακριά. Σφαγμένες έκλαιγαν δάγκαναν κι ήρθα. Θα σταθώ εδώ. Εδώ έχει ακόμα προστασία γιατί ακόμα τις αισθάνομαι κι ας φύγαν. Τις λύπες εκείνες σας λέω που μ’ ακουμπάν και τις μυρίζω στον αέρα γιατί η λύπη είναι η χαρακτηριστική. Η πιο χαρακτηριστική των ανθρώπων και περισσότερο από αυτήν καταλαβαίνεις πως υπάρχουν παρά από τους ίδιους τους ανθρώπους κι απλώνεται κρατά. Σαν ένα είδος βαριά καμφορά κι όσο βαστά θα την βαστάξω πάνω μου μέχρι να στεγνώσει. Έσπασε ένα μπουκάλι λύπη εδώ. Θα μείνω ως το τέλος θα κρυφθώ μέσα σ’ αυτό το αντίσκηνο γιατί σα στασίδι και μέσα σ’ αυτόν τον ανθρώπινο λάκκο γιατί έξω απ’ αυτόν το λάκκο γιατί κανείς δεν μπορεί να μ’ αγγίξει και να μου κάνει κακό εδώ που είμαι και θα κουρνιάσω μέσα σ’ αυτή τη γούρνα με τα ανθρώπινα νερά μέχρι να εξατμιστούν στον καταραμένο ήλιο
κοκκινόχωμα κι ίσως τις είχαν σκάψει εκείνο το πρωί και φαινόταν σαν ένα ποτάμι που το είχαν κατασκευάσει εκείνη τη μέρα και το νερό σα ξένο μέσα σ’ αυτές τις καινούργιες όχθες. Το πλήθος σαν αλλαγμένο κι άλλο ποιοι είστε σεις ρώτησε ο Γιατρός Ινεότης. Ένας απάντησε ήρθαμε να δούμε πού θα πεθάνουν. Η φωνή του φανέρωνε καημό και μοιρολατρία. Ο Γιατρός Ινεότης ξαφνικά έτριξε ο κόσμος και κατάλαβε ένα άλλο πλήθος! είπε με φόβο και μ’ ένα θαυμασμό. Με μιαν απροσδιόριστη ελπίδα και παρηγοριά ώστε υπάρχουν. Γιατί υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι κι άφαντοι δεν τους βλέπει κανένας ζουν μαζί μας και θα πεθάνουν αύριο μαζί μας και την ίδια ώρα. Από πάντα είχαμε τις ίδιες ώρες αλλά κανένας ποτέ δεν τους είδε και μόνο εγώ τους είδα. Σαν όνειρο κι είναι σαν να είμαστε διπλοί και σαν να υπάρχουν δυο ζωές γιατί ο ίδιος λαός ζει και μέσα σε υπόγεια μέσα βαθιά στη γη σε στοές και οι πόλεις είναι διπλές.Η μια επάνω κι η άλλη κάτω βαθιά και τα υπόγεια δωμάτια φωτίζονται διαρκώς από γυμνούς ηλεκτρικούς γλόμπους αλλά υπήρχαν και πολυέλαιοι. Είδα έναν μικρό χάλκινο άγγελο που τα φτερά του ήταν από βυσσινί κρύσταλλο και κρατούσε ένα γυμνό ηλεκτρικό γλόμπο κι ήταν και βάζα. Με φτέρες και κόκκινα ξερά φύλλα και στρογγυλά που τα μάζεψαν σε εκδρομές και στο πάτωμα των δωματίων είναι οι οικογένειες. Είδα τις γυναίκες έχουν σγουρά μαλλιά σαν από κομμωτήριο και μάλλον είχαν εκείνες τις παλιές περμανάντ και τα πρόσωπά τους κατακόκκινα από ταραχή και κόκκινα σαν από φως ανατολής. Φροντίζουν τα παιδιά τους κι έστρωναν σεντόνια στα κρεβάτια και κάτω από τη γη σε στοές με ηλεκτρικό φως και παντού χοντρά καλώδια ζει. Ένας όμοιος λαός κι είναι σα να ζούμε εμείς τις ημέρες τους κι εκείνοι να ζουν τις νύχτες μας. Αλλά είναι μια άνανδρη εξήγηση και δεν ξέρω πώς είναι δυνατό. Πώς είναι τα ίδια δωμάτια οι ίδιες οικογένειες στις επάνω και στις κάτω πόλεις. Σαν ένας αντικατοπτρισμός αλλά δεν υπάρχει συγκοινωνία και καμιά συγκοινωνία μεταξύ τους δεν μπορώ να εξηγήσω. Να ζούμε έτσι διπλά κι όμως μ’ ένα ανεξήγητο τρόπο καταλαβαίνω. Ότι είναι αλήθεια και το είδα ο Γιατρός Ινεότης ξαφνικά ανατρίχιασε από τρόμο γιατί έφερε στο νου εκείνο τον κόσμο στις στοές και προπαντός έφερε στο νου τα ταραγμένα πρόσωπα των γυναικών εκείνων.
[Ο Γιατρός Ινεότης βγαίνει και πηγαίνει κι αυτός με τον κόσμο. Έχει σύντροφο ένα γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνουν έμαθαν πως δεν θα πεθάνουν με φυσικό θάνατο και χωρίς να πονέσουν όπως τους είχαν πει. Αλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σα να τους τιμωρούσαν - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ]