Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΑΝ ΠΡΟΣΟΨΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΑΝ ΜΙΑ ΑΠΟΘΕΩΣΗ:

$
0
0
Αλλά εγώ είμαι από τους συγγενείς του κόσμου που όλοι πεθαίνουν από ένα είδος κοσμογονίας. Με βρήκε μια παραλυσία με βρήκε και μια ακαμψία. Τα ζώα που ζουν μέσα στους μυς τρόμαξαν κι έφυγαν έσβησε η φωταγώγηση των σκέψεων γιατί οι σκέψεις σαν προσόψεις μέσα στη νύχτα. Μπροστά από θεόρατες προσόψεις μια ομάδα άνθρωποι έτρεχαν μέσα στη νύχτα. Ένας επικεφαλής κι οι άλλοι ακολουθούσαν με μιαν ανησυχία. Αλλά σαν να τον προστάτευαν και τον απέτρεπαν αλλά φαίνονταν να χαίρονται αυτή την καταδίωξη. Εκείνος μπροστά σαν τρελός που παράσερνε να τους πάει κάπου για να τους εμπιστευθεί γιατί τους είχε προκαλέσει για να τους εξομολογηθεί. Αλλά τους απόφευγε κιόλας και στα τυφλά τους οδηγούσε κι αργοπορούσε. Κιόλας μετάνιωνε και σταματά στην τύχη και κρύβεται σε μια κόγχη. Εκεί μαζεύτηκε ένα κουβάρι και δεν μιλά. Οι άλλοι σε απόσταση περίμεναν με μια δυσφορία. Η σιωπή του σαν να ερχόταν από κάτω από μια βαριά σιωπή. Σαν δηλητηριασμένες αναθυμιάσεις που βγαίναν από κείνη τη σιωπή της κόγχης κι αυτοί που περίμεναν εισπνέουν και πεθαίνουν οι σκέψεις μου κι όλα τα αισθήματα κύλησαν σαν κύπελλα στο χώμα. Πεσμένος κι έτσι καταγής τα είδα να ψοφάν γύρω μου και τα έζησα να σβήνουν λίγα μέτρα από μένα όσο άντεξαν κι αβοήθητα ξεψύχησαν και η ταπεινή αγωνία τους σκίστηκε η καρδιά. Αλλά αυτός ο κατακλυσμός και η λιποθυμία. Από καιρό προμηνούσαν σαν ακίνητα πουλιά στον ουρανό κι ακριβώς έξη χρόνια στο δρόμο προς το Καραντέκ ξαφνικά στα μισά του δρόμου συναισθάνθηκα. Από καιρό προμηνούσαν σαν ακίνητα πουλιά στον ουρανό κι ακριβώς έξη χρόνια στο δρόμο προς το Καραντέκ ξαφνικά στα μισά του δρόμου συναισθάνθηκα. Τι είχε αρχίσει και σαν μια αιγυπτιακή αρρώστια των χυμών του οργανισμού είχε αρχίσει. Ιδρώτας βράχου ήρθαν κι αραίωσαν οι χυμοί του. Σαν λουσμένες φάνηκαν τότε μεγάλες κι ακανόνιστες πέτρες πνεύματος αποτραβήχτηκαν κι απομονώθηκαν σκληρές σαν πέτρες έπηξαν κι οστράκωσαν δυσκίνητες και χαμένες σαν τους μετεωρίτες κι από τη σφιχτή ζωή τους. Από την καταχθόνια τους ενέργεια τίποτα πια δεν φαίνεται και δεν εξωτερικεύεται. Παρά μονάχα ένα φως κι ελεημοσύνη από φως.  [αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο ΓΑΜΟΣ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1975 – ARTbyMATE moro frear and MILLEN]



Έβγαλαν ένα φως σαν φωνή
και σκεπασμένες με αιωνόβια βρύα που θα επιζήσουν και πάνω τους γυαλίζουν κολλημένες τρέμουν ακίνητες μικρές πρωτόγονες ζωές και παράσιτες κι ανάμεσά τους αραιός χυμός χωρίς καμιά ζωή. Από ένα άνοιγμα φυσά ένας κρύος χρόνος.  Εξαγριωμένος φόβος και θυμός αλλά υπήρχαν και πολλά ελεύθερα και διωγμένα συναισθήματα αιωρούνται σα νεκρά υφάσματα κι άλλα συναισθήματα με μορφή ανθρώπου. Αρπαχτικές αλήθειες όμως τα μάτια μου τα έσωσα και ζω με τις απέραντες εικόνες κι όπως ο θεός βλέποντας. Ένας άνθρωπος μαθαίνει και κάτω από τρομαχτικές συνθήκες. Με έναν τρόπο που θα τον έλεγες διαπεραστικό. Ξαφνικά σκίστηκε η μέρα και σα ρετσίνι ανάβλυζε μια αργή ώρα. Βρίσκει τη μητέρα του αλλαγμένη. Η μητέρα λέει πως ήρθε κάποιος και της παρέδωσε. Τον καλούν σε μια γιγάντια λειτουργία. Η μητέρα του μίλησε με πρωτοφανή κακία και περιφρόνηση. Του φάνηκε πελώρια και πρόσεξε πως ήταν ασυνήθιστα πρησμένη. Το άγριο πρόσωπό της φουσκωμένο και το κεφάλι της τυλιγμένο σ’ ένα διαφανές μαύρο μεταξωτό τουλπάνι και είναι τελείως φαλακρή. Σφίγγει και κρατά ένα εικόνισμα Παναγίας που είχε τρία χέρια κι είχε γραμμένο από πίσω Α. Ιωακείμ 1929. Ξαπλωμένη αλλά ελαφρά ανακαθισμένη αν σε ανάκλιντρο και τρέμει από μια φιληδονία σαν αιμορραγία. Με ασυγκράτητο ερωτισμό μιλά που ήρθε να καλέσει στην λειτουργία το γιο της βάλε το χέρι σου να δεις η μήτρα μου πως ζωντάνεψε και ρουφά τέτοιας ομορφιάς ήταν. Παρόλο με κάποιον μαρασμό αλλά με τάραξε και γονατίζω ακούμπα με! ακούμπα με! Με τρόμο και με λαγνεία πεθαίνει μέσα σ’ έναν ακόλαστο και τυραννισμένο θάνατο.

Το σπίτι άνοιξε σαν κήπος κι ένας πολύς λαός.
Πάνω από εξέδρες σαν σκαλισμένοι σε τοίχους έσκυψαν κι αγρυπνούν την μητέρα με μιαν ευλάβεια και ευτυχία. Πολύ μακριά φάνηκε και πλησίαζε μια πολυτελής κουστωδία σαν άρμα. Μάντευες έναν θόρυβο που την τύλιγε και μια σκόνη σαν ομίχλη τη τυλίγει. Αχνή ακολουθία και σαν μπρούτζινη μέσα στον ήλιο. Κατάλαβε πως τούτη η τιμητική συνάθροιση που κράτησε όσο ένα άγγιγμα. Σαν ένα άγγιγμα πέρασε και φύσηξε πάνω από την πλαδαρή νεκρή η άλλη εκείνη τελετή όπου τον κάλεσαν κι άγγιξε τη νεκρή. Έκτοτε η ζωή του διαδραματίστηκε σε τρεις εποχές.

1ηΑναστατώνεται και χαίρεται γιατί σ’ εκείνη τη λειτουργία υπάρχει μια συναισθηματική αλλά επικίνδυνη μεγαλοπρέπεια και σαν ένα γιγαντιαίο ορατόριο των βυθών. Συγκινημένη λειτουργία όπως το τέλος της ανθρώπινης ζωής αλλά και αδυσώπητη σαν μια αποθέωση. Όλοι οι άνθρωποι φιλοδοξούν να παρευρεθούν κι αυτοί που παρευρέθηκαν αναλήφθηκαν μέσα σ’ ένα κατανυκτικό χαμό. Αλλά έρχονται ώρες που αισθάνεται σαν λειτουργία να σβήνει και να χάνεται σαν να μην υπάρχει και ποτέ δεν ήρθε εκείνος που προκάλεσε τον αποτρόπαιο θάνατο της μητέρας του.

2ηΣαν μια διαίσθηση που από καιρό παραμόνευε βουβή μέσα σε θολά προαισθήματα κι έξαφνα πλαταγίζει. Σαν ένα ξύπνημα και ξαφνικά αντιλαμβάνεται πως είναι υποχρεωμένος να εργαστεί για την τελετή. Είναι αναγκασμένος να αναλάβει κάποιο μέρος της και θα είναι υπεύθυνος. Να εξασφαλιστεί και με εκβιασμό να δεθεί με την λειτουργία και ίσως να την προκαλέσει ή η λειτουργία προξένησε στην ψυχή του μια ειδική ηθική και ανεπανόρθωτες ευθύνες; Μετά τον ενθουσιασμό που τον αναγνώρισαν και τον κάλεσαν να παραστεί αλλά τώρα τον βασανίζει η συναίσθηση πως έχει χρέος να συμβάλει κι αγωνιά. Με τι δύναμη και ποιο μέρος κι έστω το πιο ασήμαντο αλλά τι να αναλάβει. Αφού τίποτα δεν γνωρίζει από τη λειτουργία και μονάχα μια οργή μεγαλείου τον οδηγεί προς αυτήν.

3ηΌσο περισσότερο ανθρώπινη είναι η μοίρα ενός ανθρώπου τόσο πιο φοβερή είναι. Ο άνθρωπος αυτός έρχεται ξαφνικά ένα τέλος και συνειδητοποιεί κι αυτή είναι η αρχή του αξιολύπητου τέλους του. Ότι αυτόν βαραίνει όλη η λειτουργία κι ακέραιο το έργο της λειτουργίας του ανήκει και η τέλεια ευθύνη. Δική του ήταν η λειτουργία και η τελετή. Καμιά σωτηρία κι ούτε ο θάνατος δεν προλαβαίνει απ’ αυτήν την πιο ανθρώπινη απ’ όλες τις μοίρες την πιο ολέθρια. Ακίνητος βρίσκεται τώρα εδώ. Όσο κοντεύει το ταπεινωτικό του τέλος μια μύξα απλώνει στο μέρος όπου κείτεται. Σαν ένα μικρό έλος κι εμποδίζει τις κινήσεις του. Ολόισια γύρω η γη και στις άκρες υψώνεται ελαφρά. Δεν φανταζόταν ότι η Ελλάδα ήταν τόσο μεγάλη. Αλλά κάποιοι θα ήταν πριν εδώ και τώρα εξαφανίστηκαν. Γιατί υπάρχουν κλαδιά ακόμα ζωντανά. Κομμένα από δένδρα και είναι μπηγμένα στο χώμα αλλά δεν ξεράθηκαν ακόμα. Με μαύρη φλούδα κι ακόμα στιλπνή. Τα έκοψαν και τα έστησαν σαν μια διακόσμηση.

Εκεί στις άκρες τις ερημιάς ένας μεγάλος αέρας κρατά την αναπνοή του και σαν από μιαν εντολή της δημιουργίας την συγκρατεί. Μακριά είναι η ακρόπολη. Επάνω στην ακρόπολη είναι ένας συνοικισμός και κατοικούν κλεισμένες οι οικογένειες των τυράννων. Οι τύραννοι είχαν εγκαταστήσει εκεί τις οικογένειες τους για να τις προστατέψουν από το θυμό του λαού. Από τότε έζησαν εκεί απόγονοι τυράννων. Οικογένειες που ζούσαν μέσα στη σιωπή μην αγριέψουν το λαό μη του θυμίζουν. Ήταν μια μουγγή προσφυγιά και σέρνεται ανάμεσα στα ερείπια. Χωρίς καμιά φωνή και μονάχα οι κισσοί σαν ερπετά μαρμάρου και σαν μακρόσυρτοι βόγγοι αναρριχώνται πάνω στα φωτεινά μάρμαρα. Οριστικά έχασαν τη λαλιά τους ξεκληριστήκαν. Πνίγαν και πότιζαν με φάρμακα σιωπής και στις κηδείες τους ανοίγουν μεγάλα και αδειανά στόματα όπου φαίνεται η ρόδινη ουλή της φωνής.

Αλλά η κληρονομική σιωπή τους προκαλεί ένα σεβασμό στους ανθρώπους και μιλά γι’ αυτούς μ’ έναν άσπλαχνο σεβασμό. Από μιαν άγρια γωνία εκείνης της ακρόπολης γέρνει μια γυναίκα. Χειρονομεί και ουρλιάζει και η φωνή της σα να έσκαβε τον κόσμο. η ομιλία σαν μια ερμητική αρρώστια την κατείχε. Την έλεγαν Ιάσμη. Δεν ακούγεται τι φωνάζει αλλά μέρα νύχτα κρέμεται από κείνη την άκρια χτυπιέται και λέει. Αλλά όλη η αγωνία της είναι να ακουστεί. Άλλες φορές πέφτει ακίνητη που λες πως πέθανε. Έρποντας σκαρφάλωναν και την έφταναν. Κρυφοί άνδρες που της κάνουν έρωτα και την βασανίζουν. Ύστερα την αφήνουν με τα πόδια ανοιχτά προς τον ουρανό και καταποντίζονται.

Σαν σκύλος ο ήλιος έγλυφε το αιδοίο της κι αυτή που παντρεύεται το χάος. Από ψηλά και σαν να απευθύνεται σ’ αυτόν. Μελανιασμένη φωνάζει αλλά αυτός δεν κατορθώνει ν’ ακούσει. Τόσον καιρό και μονάχα ένας λόγος της τον άκουσε ολοκάθαρο έτσι που σε είδα ξαπλωμένο μέσα στον ήλιο κι ανοιχτόν κι είπα μοιάζει σαν αγαπημένος. Πώς να παρασύρει τους ανθρώπους στο μεγαλείο. Ριγμένος εδώ βλέπει τι ασήμαντα και φτωχά έχει αποκομίσει κι ό,τι διαθέτει είναι μικρό. Αλλά αισθάνεται πως όσα έζησε. Σαν να τον εισήγαν στη λειτουργία κι η λειτουργία πως άνοιγε να τον δεχτεί. Οι άνθρωποι της ζωής του εμφανίζονταν με διαφανή αξιώματα τεντωμένα και μυτερά σαν πτερύγια και εξαίσια αξιώματα που κυμάτιζαν σαν θαμπές χαίτες. Αργά κυμάτιζε γύρω τους μια σημασία. Αλλά μία άβυσσος ανοίγεται ανάμεσα σ’ αυτόν και στην τελετή και είναι προορισμένος. Η τελετή είναι νόημα. Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα κι απ’ όλη του τη ζωή ξεβράστηκαν τρεις πεθαμένες ιστορίες.

Σαν λυπημένος από μιαν άλλη Γυναίκα που την έλεγαν Αιτία κι είχε το χάρισμα σα ν’ αφουγκράζεται ένα τραγούδι από γενιές. Πώς να είναι ο άνθρωπος από μέσα; Ένα θαύμα; Λυσσασμένο Πουλί να ξεφύγει απ’ την ελευθερία; Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που από τυραννική δεισιδαιμονία υπακούουν την αρχαία ανθρώπινη ψυχή. Αλλά υπάρχει και μια λαμπρή ευχαρίστηση, χωρίς ομιλία αλλά με σφυριχτά μουγκρίσματα, που σαν απληστία κουνιέται ρυθμικά, μια μπρος και μια πίσω και κροταλίζει τα βαριά της τάματα από σφοδρές πράξεις που έχει στο νου…


Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles