το πρόσωπό μου φωνάζει ο Τ τα μάτια μου είναι πρησμένα με δυσκολία τα ανοίγω πες μου ρωτάει ο Τ την Α πες μου είναι όμορφος η Α τον κοιτάζει με θολά μάτια και λέει έπρεπε να πεθάνει ο Γ κι είσαι κατά βάθος ανακουφισμένος κανένας Γ δεν πρέπει να υπάρχει ο Τ γέρνει πάνω από την Α τι ξέρεις για μένα η Α τον κοιτάζει και είναι κρεμασμένος από το ταβάνι και το πρόσωπό του γεμίζει όλο το δωμάτιο και πότε γίνεται ένα μαύρο μάτι και πότε ένα κόκκινο στόμα και η Α φωνάζει κανένας κανένας Γ άσπρα γοργά ψαράκια στην πεντακάθαρη στέρνα αφρός θάλασσας και λακουβίτσες στην άμμο χούφτες μικρών μου στρειδιών και πεταλίδες τα γονατάκια με τις βαθουλές λακουβίτσες τα γονατάκια είναι καρδιές δυο μικρών αρνιών και γέμισε η θάλασσα το σπίτι κι ο κόσμος λιώνει κι απλώνει μέσα στο νερό σαν πηχτή μπογιά τα γονατάκια είναι μικρά ολοστρόγγυλα βραχάκια μέσα στην θάλασσα κι εγώ βουλιάζω και τα μαλλιά μου άπλωσαν πάνω στο νερό (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982 ARTbyIonutCaras)
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΟΛΟ ΚΙ ΟΛΟ (5ησυνέχεια αποσπασμάτων από το ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ του Γιώργου Χειμωνά):
η Μαργαρίτα λέει το σπίτι μας είχε λαμαρίνες κι έτρεχε η βροχή η μάνα έβαζε σκάφες κι η μάνα έλεγε το βρόχινο νερό είναι καλό για πλύσιμο και για λούσιμο και τα παιδιά κάθονταν στο κρεβάτι και κρατούσαν από μια λεκάνη μη βραχεί το κρεβάτι κι όταν έκαμνε κρύο η φουφού που βάζαμε σβώλους από καρβουνόσκονη κι ασβέστη και γινόταν σκοτωμός ποιος θα καθόταν πιο κοντά στη φωτιά κι η μάνα μας έβαζε με τη σειρά ένας κάθε μέρα και πηγαίναμε με τάξη και δεν μαλώναμε και το σπίτι μας ήταν ένα δωμάτιο όλο κι όλο με μια μικρή αυλή χωρίς λουλούδια μια μικρή ξύλινη εξώπορτα που έπρεπε να τη σηκώνεις λίγο για ν’ ανοίξει και κοντά στη μεγάλη μάνδρα ήταν ένα μάρμαρο που ήταν σαν παγκάκι και το καλοκαίρι πηγαίναμε με τη μάνα και καθόμασταν το βράδυ στο μάρμαρο κι ακούγαμε τραγούδιααπό την απέναντι ταβέρνα που έπαιζε το γραμμόφωνο του γερο-Βουγιούκα που γύριζε από ταβέρνα σε ταβέρνα με το γραμμόφωνο και το βράδυ που κηδέψαμε τη μάνα την είδα να έρχεται από μακριά φορτωμένη μ’ ένα πελώριο κυπαρίσσι στον ώμο κι ήρθε και στάθηκε έξω από την αυλή κοίταξε από κει και είχε πολύ ήλιο έξω αλλά μέσα στο σπίτι ήταν σκοτάδι κι εγώ την έβλεπα από μέσα αλλά εκείνη δεν με είδε και δεν την φώναξα κι ύστερα έφυγε και χάθηκε κουβαλώντας το κυπαρίσσι κι όταν ήμουν παιδί είδα κάποιον να πεθαίνει μόλις έφτασε στην πόρτα του σπιτιού του το είχε σκάσει από τους εξήντα που είχαν μαζέψει και τους είχαν πάει πολύ μακριά για να τους εκτελέσουν και σύρθηκε πληγωμένος και δεν τον είδαν μέσα στη νύχτα τον έλεγαν πουκαμισά κι έκανε τόσο δρόμο όμως δεν πέθανε στη μέση του δρόμου και μόλις έφτασε στην πόρτα του σπιτιού του φώναξε δυνατά και πέθανε και δεκατριών χρονών πήγα με άνδρα και μ’ άρεσε πολύ και μείναμε μαζί τρία χρόνια και έμεινα έγκυος κι αυτός με πήγε στο σπίτι του στη Λάρισα ταξιδέψαμε με λεωφορείο κι έκαμνε ζέστη και μ’ άφησε στη μάνα του κι έφυγε έκανα ένα παιδί αλλά δεν το είδα και το άκουσα να φωνάζει κι ύστερα μου είπαν πως πέθανε και σηκώθηκα κι έφυγα κρυφά και γύρισε πίσω με τα πόδια ήμουν άρρωστη και περπατούσα στον ήλιο και στο δρόμο μ’ έπιασαν χωροφύλακες και με πήγαν στο τμήμα και με κορόιδευαν κι εγώ δεν μιλούσα και τους άφηνα κι ύστερα πήγα με δυο από αυτούς πήγαινα με τους άνδρες γιατί μου άρεζε κι ένα καιρό πήγαινα όλο με παπάδες ήταν αστείο με τα γένια και ποτέ δεν πήρα λεφτά μ’ άρεζε και ήμουν πολύ καλή με εξευτελισμούς αλλά περήφανη συναισθηματική και γράφτηκα στον ΕΠΟΝ και μ’ έπιασαν και μ’ έδερναν
κι όμως εγώ δεν έχω την ανθρώπινη αδυναμία κι ενεργώ σαν να μην είμαι άνθρωπος αλλά σαν μοίρα και σαν στρατιώτης και το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι αισθάνονται χωριστά κι αυτό κατάλαβα απ’ τη ζωή πως κάθε άνθρωπος είναι άλλο πράγμα κι οι μητέρες των ανθρώπων είναι ολωσδιόλου διαφορετικές μεταξύ τους και μην εμπιστεύεσαι στον άλλον γιατί δεν είναι σαν και σένα είναι άλλο πράγμα κι αυτό είναι το συμπέρασμά μου και δεν έχω άλλο στον κόσμο παρά εσένα και το συμπέρασμά μου
και πιο πολύ περήφανη παρά ευτυχισμένη περήφανη κι ευτυχισμένη για σένα και για το συμπέρασμά μου κι ύστερα μ’ έπιασε ένα είδος επιληψίας μουερχόταν ύπνος μάλλον μια βαθιά νάρκη πολλές ώρες και δεν μπορούσα να ξυπνήσω κι ούτε καταλάβαινα τίποτα και το στόμα γεμάτο σάλια κι όταν σε είδα να μπαίνεις. Κύριε μου είσαι το παιδί μου που πέθανε κι είσαι ο άνδρας μου κι όλη μου η ζωή ήταν για σένα άστραψες τη ζωή μου και πριν από καιρό χτύπησε η πόρτα κι είδα από τη χαραμάδα ήταν ο αδελφός μου κι είπα μέσα μου καλώς ήρθες αδελφέ μου
σ’ αγαπώ όμως δεν θα σου ανοίξω δεν μπορώ να σου ανοίξω κι η καρδιά μου ράγισε από αγάπηγιατί θυμήθηκα που είχα πάει να τον δω στο στρατόπεδο τότε που ήταν στρατιώτης κι έβρεχε πολύ κι είχα γίνει μούσκεμα ήταν η πρώτη φορά που έφυγε από το σπίτι κι ήταν φοβισμένος και τον θυμήθηκα με τη σκισμένη χλαίνη λυπημένο μέσα στη βροχή και η καρδιά μου ράγισε αλλά δεν άνοιξα και τον έβλεπα που έφευγε δεν ζήτησες τίποτε από κανέναν και ζήτησες από μένα να σε σκοτώσω μου υποσχέθηκες. Δεν μου υποσχέθηκες; ρωτάει με αγωνία η Μαργαρίταμου υποσχέθηκες πως θα σε σκοτώσω
κι όλα αυτά τα χρόνια ήταν γι’ αυτή την ώρα κι όλα τα χρόνια περίμενα και δεν σ’ άγγιζακαι περίμενα έλεγα θα είναι σήμερα κι έβλεπα όλους αυτούς κι έλεγα όλοι θα φύγουν κι εγώ θα μείνω τελευταία γιατί εγώ είμαι ο άνθρωπό σου Τ και ποτέδεν είχες κανέναν άλλον εκτός από μένα κι εγώ θα σου δώσω το πιο σπουδαίο και περίμενα και έλεγα στο τέλος θα είμαστε μαζί και κράτησες για μένα το πιο σπουδαίο κι όλα αυτά τα χρόνια τα πέρασα με επιτυχία και σιγουριά και με αγνότητα και περίμενα αυτή την ώρα που θα σε σκοτώσω. Άργησες πολύ Τ. Δεν υπάρχει για σένα σωτηρία και δεν υπάρχει ανάπαυση. Τα έχω από καιρό έτοιμα κι ύστερα θα σε κάψω. Όπως συμφωνήσαμε τότε σ’ εκείνο το διαμέρισμα της λεωφόρου Κηφισίας.
Η Μαργαρίτα κοιτάζει τον Τ με λαμπερά μάτια.Ο Τ βγαίνει από το σπίτι. Από τον ουρανό κρέμονται ακίνητες σημαίες. Ο Τ και η Μαργαρίτα φεύγουν από το σπίτι. Η Μαργαρίτα κρατά ένα πλαστικό δοχείο με βενζίνη. Στο κέντρο της πλατείας ο Τ σταματά κι αρχίζει να φωνάζει. Ακίνητος και χωρίς έναν σκοπό φωνάζει μια δυνατή φωνή σταματά κι αρχίζει ξανά. Η Μαργαρίτα στέκεται μπροστά του και τον αγκαλιάζει αρχίζει κι αυτή να φωνάζει. Προσπαθεί να ταιριάσει τη φωνή της με τη φωνή του Τ. Κοιτάζει το στόμα του Τ για να μαντέψει τον σκοπό. Αλλά δεν μπορεί και μοναχά όταν παύει ο Τ παύει κι αυτή κι ύστερα αρχίζουν πάλι κι ευτυχισμένη η Μαργαρίτα προσπαθεί να ταιριάσει τη φωνή της με τη φωνή του Τ κι οι άγριες φωνές τους.
[Πολύτιμο πράγμα είναι εκείνο που έχει μια τρομερή σημασία. Δημιουργεί την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό, την έπαρση και το πάθος της σιωπής και την πικρία της προφητείας κι ένα συναίσθημα φιλοσοφικό. Αλλά η ζωή είναι οι άλλοι και ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν κι όταν γυρνούν προς εσένα τα σώματα των ανθρώπων. - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ του]