Ίσως η αιτία είναι όχι που δεν έρχονται εκδρομή. Που εγώ δεν έχω το κουράγιο να πάω σε κανενός την εκδρομή κι εγώ δεν είμαι περισσότερο από όποιον άλλο δεν είμαι προετοιμασμένος να πάω σε κανενός. Γι’ αυτό με απελπισία σας προσκαλώ που από μένα αρχίζει η αιτία που κάθε εκδρομή είναι καταδικασμένη. Στέκεται όλη την ώρα στο πλάι της ασφάλτου. Τις παρακολουθούσε που έκαναν βόλτες και η Άννα τραγουδά στην αδελφή της και μιλάει στην Άννα σιγά ας μη τον άκουγε. Ένα αυτοκίνητο φαίνεται από μακριά οι φανοί του φώτισαν τις αγκαλιασμένες αδελφές που κάνουν περίπατο στη μέση του δρόμου. Κατεβαίνουν δυο άνδρες και κάνουν υπόκλιση και ρωτάν με υπερβολική ευγένεια ρωτάν θέλετε τίποτα; με ευθύνη. Η Άννα λέει σας παρακαλούμε μπορείτε να μας πάτε στην Αθήνα. Ευχαρίστως φωνάζει πρόθυμα ο ένας ευχαρίστως και τρέχει ν’ ανοίξει την πόρτα κι ο άλλος δεν κουνιέται και κοιτάζει την Άννα με χαμόγελο και δεν μιλάει. Η αδελφή της Άννας ξεφεύγει κι ορμά πάνω του. Τον αρπάζει από το λαιμό. Εκείνος δεν πρόλαβε να φυλαχθεί στο σκοτάδι. Από το αυτοκίνητο πετάγονται γυναικεία ξεφωνητά κι ένας μέσα από το αυτοκίνητο φωνάζει παγίδα κάποιος παραμονεύει εκεί. Αυτός που είπε ευχαρίστως τρέχει και ξεκολλά την αδελφή της Άννας από τον άλλο. Τη αρχινά στο ξύλο. Η Άννα ρίχνεται ανάμεσά τους. Φωνάει μη μη είναι άρρωστη μη την χτυπάτε λυπηθείτε μας είναι άρρωστη σας λέω. Ο άλλος άνδρας πιάνει την Άννα και τη δέρνει. Ελάτε να φύγουμε φωνάζουν από το αυτοκίνητο. Η Άννα φωνάζει αυτόν να τις βοηθήσει και να εξηγήσει. Ρίχνουν τις αδελφές στην άσφαλτο τρομαγμένοι κλωτσάν στα τυφλά. Η Άννα προστατεύει με το σώμα της την αδελφή της. Η αδελφή της Άννας βογγά σα να κάνει εμετό. Η Άννα κλαίει και λέει μη την χτυπάτε είναι τρελή λυπηθείτε μας τρελή. Εκείνος αποκεί που στέκεται βγάζει μια φωνή φωνάζει από μακριά με λύσσα. Σκοτώστε τες!... (κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982 – ARTby AlexanderSigon)
(11ησυνέχεια) ΔΕΝ ΓΥΡΕΥΕΙΣ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑ ΕΜΑΣ ΣΕ ΠΟΙΑΝ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΕ ΠΟΙΑΝΟΥ ΤΗΝ ΕΚΔΡΟΜΗ
ΤΟ ΧΩΡΙΟ: Λόφος στρογγυλός με βράχους κοντούς και κοφτερούς κι ανάμεσά τους φυτρώνει πράσινο ξύλινο αγκάθι. Το χωριό κι ο ουρανός άσπρος και σκοτεινός την ώρα που χαράζει. Τα σπίτια έχουν δυο πατώματα και τα παράθυρα αντί για παντζούρια έχουν άσπρες κόλλες μέσα από τα τζάμια κι ανάμεσα στα παράθυρα του πάνω πατώματος είναι πόρτες και μπαλκόνια που δεν χτίστηκαν. Μπαίνει στο σπίτι και δεν βρίσκει κανέναν. Μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο. Τον βρίσκει που καθόταν και φορούσε άσπρη φανέλα με μανίκι και δεν έδειξε τίποτε που τον είδε να μπαίνει κι ούτε είπε τίποτε λς και γύριζε στο δωμάτιο ύστερα από λιγόλεπτη απουσία. Θα μείνω να περάσω εδώ την νύχτα λέει κι εκείνος δεν μιλούσα. Δεν έχει άλλο κρεβάτι; θα βγω να συνεννοηθώ με την νοικοκυρά. Έρχομαι. Βγαίνει έξω κανένας και στο δρόμο κανένας και πίσω από τους τοίχους. Ψάχνει να βρει την νοικοκυρά. και περπατάει στους πέτρινους άδειους δρόμους να βρει
στη μέση του δρόμου ήταν ένα χαντάκι. Σαν όρυγμα βαθύ και χτισμένο με μπετόν. Για τα νερά της βροχής
Το χαντάκι ήταν γεμάτο ανθρώπους. Γελούσαν. Έπεφτε μέσα στο χαντάκι και ξανάβγαινε και ξανάπεφτε. Οι άνθρωποι εκείνοι κυμάτιζαν κι άπλωναν επίτηδες τους αγκώνες τους να μεγαλώσουν το συνωστισμό και διασκέδαζαν. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν κατάφερνε να ξεφύγει από το χαντάκι κι όλο κυλούσε μέσα. Κάτω από τα χείλη του το χαντάκι κι όλο κυλούσε μέσα. Κάτω από τα χείλη του το χαντάκι φάρδαινε και χωρούσε πολλούς ανθρώπους. Ενώ μόλις χωρούσε να περάσει βγαίνοντας. Τους έβλεπε κάτω από τα πόδια του καθώς πηδούσε σταυρωτά το χαντάκι. Τον έβλεπαν από χαμηλά και γελούν και περιμένουν να ξαναπέσει. Όλοι είχαν κρυφτεί στο χαντάκι και τον παρακολουθούσαν σαν από χαραμάδα καταπακτής. Έτρεχε να φύγει να μη βρει τη νοικοκυρά κι έφευγε να μη δει
Γυμνή περπατούσε με τα τέσσερα και κρέμεται η παχιά κοιλιά της τα στήθη της κι ανάμεσα στα σκέλη της κρέμεται ένα γεμάτο μαστάρι αγελάδας. Έτσι περπατά στην όχθη ενός πλατιού αλλά ρηχού ποταμού. Ποτάμι καθαρό πάνω σε γαλάζια και πράσινα χνουδωτά λιθάρια στρογγυλά. Κι ένα παιδί. Ξυπόλητο κρατούσε ένα σάπιο λουρί από ρολόι κι έψαχνε κάτι να βρει αναποδογύριζε τα λιθάρια κι έψαχνε. Το δένδρο.
Σ’ αυτό το χωριό λέει ο γιατρός. Θα διαβαστεί ο νόμος λέει ένας γέρος που φαίνεται προεστός. Βάζει μπροστά στο πρόσωπό του μια πλάκα από ψημένο πηλό και το κρύβει. Παράδοξη διατύπωση νόμου σαν σιβυλλική διατύπωση. Κρύψτε το φόνο μη κεντράτε το μέγα φόνο που παραμονεύει μακριά κι όχι πολύ μακριά. Οι τρεις φόνοι κι όταν σας ρωτάν. Να που ζει και συνεχίζει. Ώστε τον σκότωσαν και κοιτάζει με ελαφρή περιέργεια τον άγνωστο νεκρό που είναι ξαπλωμένος στο χώμα και στο κέντρο της ομήγυρης των κατοίκων. Αφού ήταν φυσικός θάνατος φωνάζει η νοσοκόμα. Ο γέρος λέει δεν υπάρχει θάνατος που να μην ήταν φόνος κι όλοι οι θάνατοι. Ένας βράχος πέφτει πάνω στους ανθρώπους και σκοτώνει έναν στην τύχη κι ένας άλλος βράχος πέφτει. Τώρα με τον κλήρο θα βρούμε εκείνον που θα τον συνεχίσει και θα πάρει την θέση του στον κόσμο και θα γίνει αυτό που ήταν αυτός.
στα πόδια της στριμωγμένα τα δυο της ολόγυμνα μικρά παιδιά. Μια γυναίκα! φωνάζει η νοσοκόμα. Είναι ζωντανή απαντά ο γέρος. Και ποιος παρακαλώ φωνάζει η νοσοκόμα ποιος θα γίνει αυτό που ήταν αυτή και ποιος θα πάρει τη θέση αυτηνής στον κόσμο. Αυτή δεν πέθανε λέει ο γέρος. Παίρνουν τη γυναίκα και την πηγαίνουν σ’ ένα σπίτι. Η γυναίκα δεν αντιστάθηκε. Κοιτάν έξω τα δυο παιδιά που τσιρίζουν. Είναι απάνθρωπο φωνάζει η νοσοκόμα και σωπαίνει όχι στον γέρο αλλά σ’ αυτόν σαν να ήξερε τι θα απαντούσε ο γέρος και χωρίς έκπληξη και ταραχή κοίταζε συνέχεια σ’ αυτόν. Φέρνουν τη γυναίκα και την έχουν ντύσει με τα ρούχα του πεθαμένου. Φοράει χοντρό μαύρο παντελόνι και το σακάκι στην πλάτη έχει λάσπες ξεραμένες και της έχουν κόψει τα μαλλιά κι είναι κλαμένη. Αυτός γυρνάει μ’ αποστροφή να δει τον πεθαμένο γυμνό και στη θέση του πεθαμένου είναι κάποιος που του κάνει έναν μορφασμό για να τον τρομάξει. Κι εγώ που πίστεψα φωνάζει ο νεκροθάφτης κι εγώ που χάρηκα πως έχουμε περίπου τον ίδιο θεό κι αντιλήφθηκα κάποια τριαδική έστω κι αν εσείς εδώ τον ονομάζετε μέγας φόνος. Ο γέρος λέει δεν είναι θεός. Η μεγάλη ανάγκη να υπάρχει σημαίνει πως δεν υπάρχει. Αρρώστια πόλεμος.
Αδύνατο δεν είναι αυτός νόμος γραμμένος γι’ ανθρώπους. Μα υπάρχει νόμος γραμμένος γι’ ανθρώπους; απαντά ο γέρος. Ο καρνάβαλος. Φωνάζει η νοσοκόμα χτυπώντας τα χέρια ο καρνάβαλος. Ήρθαν οι γύφτοι πρόβαλε το φεγγάρι λυπημένο μάτι της νύχτας. Ορίστε λέει ο προεστός σας καλούμε. Η δυστυχία έχει περισσότερο ανάγκη από θεατές. Εμείς οι Έλληνες είναι στο αίμα μας να μεγαλοποιούμε και να επιδείχνουμε τον πόνο μας. Γεννημένοι δραματοποιοί κι ηθοποιοί κι όμως αυτός δεν είναι λόγος να μη μας πιστεύετε. Εμείς οι Έλληνες εμείς λέει αυτός εκστατικά εμείς. Έρχεται με τα ζωγραφιστά φρύδια αρχίζει να διηγείται ξαφνικά κι όλοι γυρνάν και τον βλέπουν. Με έξαψη διηγείται μπαίνει στο δωμάτιο. Βγαίνει και λέει τα χείλια του φουσκώνουν. Και πετάν σα να θέλει να κάνει εμετό σαν εμετός. Βγαίνει και λέει να δείτε. Να δείτε πώς φροντίζει για την αναπνοή του και δεν προσέχει τίποτ’ άλλο κι ενώ του χαϊδεύω το μέτωπο για ν’ ανακουφιστεί όμως δεν με νιώθει. Εγώ λέω μα η αναπνοή. Η αναπνοή. Η αναπνοή είναι το κύριο, Κύριο βγαίνει και λέει ανοίγει τα μάτια και κοιτά σα να ξυπνά από ύπνο βαρύ και κοιτά γύρω την μικρή εκείνη έκπληξη του ξυπνήματος. Βγαίνει και λέει τέλειωσε ειδοποιείστε τους. Γέρνω να δω κι αυτή μου φωνάζει. Φύγε, φύγε, φύγε. Μπαίνει μπροστά να μη δω. Έχω κι άλλα να σας πω λέει αναστατωμένος σαν ενθουσιασμός. Οι άλλοι σωπαίνουν. Ύστερα ένας λέει θυμήθηκα μ’ έναν φίλο μου. Χτυπάει η πόρτα τι να δει. Μια γυναίκα πραγματική καλλονή. Να κάνουν έρωτα. Φοβόταν κι όμως ερεθιζόταν. Μια μεγάλη ελιά. Την ελιά σου την ελιά σου δεν ξέρω τι με έχει πιάσει. Με απάθεια τελεία του λέει. Δεν είναι ελιά είναι καρκίνος. Κάποιος λέει ήρθε η ώρα. Μια γυναίκα τον αγκαλιάζει και δείχνει πόσο της κοστίζει αυτός ο χωρισμός. Είναι όλα έτοιμα; ρωτάει εκείνος που θα φύγει κι όλοι τον τριγύρισαν και φεύγουν μαζί του. Φωνάζουν αστεία και γελάν. Για να παρηγορήσουν την γυναίκα γιατί και οι ίδιοι είναι συγκινημένοι. Οι φωνές του μακραίνουν κι έφυγαν και μένει μόνος στον ξένο αυτό τόπο. Η νοσοκόμα φώναζε στον γέρο κι επισύρει την προσοχή του διαρκώς προς το μέρος τους. Μη φωνάζετε λέει αυτός φοβισμένος στη νοσοκόμα κι εκείνη εξακολουθεί και πιο δυνατά. Πέστε της λέει στον εργολάβο που είναι πιο κοντά του. Σκύβει και μετακινείται αθόρυβα πίσω από τις πλάτες. Ν’ απομακρυνθεί. Τώρα με τον κλήρο λέει ο γέρος κι αυτός καταλαβαίνει πως είναι πια αργά και πάγωσε περιμένοντας. Εσείς λέει ο γέρος. Τον ανακαλύπτει μέσα στον κόσμο. και τον δείχνει εσείς. Τον οδηγούν σ’ ένα σπίτι. Μπαίνει μέσα και κάθεται σε μια γωνιά. Δεν ξέρει πώς να φερθεί κι είναι τέσσερα-πέντε άτομα. Η γυναίκα έχει κλαμένα μάτια κι ένας άνδρας κάθεται στο κρεβάτι και τα πόδια του κρέμονται είναι γυμνά και κρέμονται με νύχια χοντρά κι ανώμαλα σαν μικρά κέρατα. Ένας άλλος άνδρας πιο νέος κάθεται στο τραπέζι κι έχει μπροστά του μιαν εφημερίδα. Ένα παιδί κάθεται στο πάτωμα και κυλάει ένα ξύλινο αυτοκίνητο και γυρνάει και τον βλέπει κι ύστερα θυμάται το παιχνίδι και το κυλάει κάνοντας βου βου κι ύστερα πάλι τον κοιτάζει κι απομένει να τον κοιτάζει σαν αφηρημένο. Μπαίνει μέσα μια γυναίκα και αφού του έριξε μια ματιά πηγαίνει στη γυναίκα του σπιτιού κι αρχίζουν να μιλά ψιθυριστά σαν να συνεννοούνται σε κάτι. Ένας άνδρας την περιμένει έξω από την πόρτα έλα μέσα του λέει ο νέος με την εφημερίδα. Όχι θα περάσω αύριο λέει ο ξένος και κοιτάζει για μιαν στιγμή αυτόν κι ύστερα φωνάζει με προσποιητή ευθυμία στον άνθρωπο που κάθεται στο κρεβάτι ε Δαφνομήλη πώς πάμε. Το στέρνο του κάτω απ’ το λαιμό φουσκώνει σα να φοράει πολλά ρούχα από μέσα και μοιάζει με ζωντανή προτομή με το κεφάλι πολύ πίσω κι όλο γυρνάει και κοιτάζει προς μια κατεύθυνση έξω και πάντα την ίδια λες και παρακολουθεί κάτι που γίνεται εκεί μακριά. Αυτός που τον είπε Δαφνομήλη μουρμούρισε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι σα να ξύπνησε από ύπνο μεθυσιού και ξύνει το ένα του πόδι με το άλλο. Στον τοίχο κρέμεται μια γκαζολάμπα. Δυο φωτογραφίες η μια θαμπή και τονισμένη με μολύβι ζωγραφικής ένα νυφικό ζευγάρι και μονάχα οι δυο φιγούρες μια μαύρη και μια άσπρη. Η άλλη φωτογραφία ένας στρατιώτης μπροστά σε άγαλμα. Κάνει κρύο κι από το παράθυρο ο καιρός δείχνει βροχερός. Από ένα καφενείο ακούγονται λαϊκά και δημοτικά τραγούδια. Το παιδί ξαναπιάνει το παιχνίδι και φωνάζει βου βου. Εκείνη η γυναίκα λέει πρόθυμα στην άλλη καλά και φεύγει με τον άνδρα που στεκόταν στην πόρτα. Ο νέος σηκώνεται και βγαίνει χωρίς να πει τίποτε κι ο άνθρωπος του κρεβατιού φωνάζει στην κλαμένη γυναίκα θυμωμένα και δείχνει προς την πόρτα απ’ όπου βγήκε ο άλλος τα λόγια του μπερδεμένα και κατάλαβε μοναχά τη λέξη μηχανή. Η γυναίκα δεν απαντά κι εκείνος μουρμουρίζει με σκυφτό κεφάλι κι ύστερα σωπαίνει. Η γυναίκα ανοίγει ένα ντουλάπι και βγάζει ένα μπουκάλι. Το μπουκάλι έχει πώμα από κομμάτι διπλωμένη εφημερίδα λαδωμένη. Ανάβει την γκαζιέρα και βάζει πάνω μια χύτρα πήλινη με νερό. Παίρνει από ένα τσουβάλι πατάτες και ξερά κρεμμύδια και κάθεται να τα καθαρίσει. Το παιδί παράτησε πάλι το παιχνίδι και τον κοιτάζει…
ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΕΒΡΙΣΚΕ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΜΟΝΑΧΟΣ ΕΚΔΡΟΜΗ…
Οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα σε βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωση σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου!.. Ήρθαν πέντε άνθρωποι στους δρόμους, πέντε παλληκάρια, έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άνοιξαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές… Βγήκαν έξω ρωτώντας. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους Γ. ΧΕΙΜΩΝΑΣ
ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΑΝΤΑ ΕΒΡΙΣΚΕ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΕΚΔΡΟΜΗ…