Στη μέση του κόσμου το ψάρι και παίρνει ζωή όλη η γη εκείνης της ώρας. Στη θέση ενός ανθρώπου που περπατά κι ενός σκυλιού ή έστω ένας άνθρωπος περπατά στην παραλία και ξαφνικά τον πιάνει επιληψία ή ένα παιδάκι που πέφτει ένα καλώδιο και παθαίνει ηλεκτροπληξία κι ένας σκύλος που περνάει ένα αυτοκίνητο και ψυχομαχάει. Αντί για όλα αυτά το ψάρι χοροπηδά και σκορπά τα λέπια του στις πέτρες. Είναι μια κτηνωδία και πρέπει να ενεργεί σε κάποιο εφιαλτικό συμπέρασμα. Η Διονυσία δείχνει τη θάλασσα και λέει χαμογελαστά η θάλασσα των Σαργάσσων. Η Διονυσία λέει ξέρετε γιατί σας τηλεφώνησα. Για τη Μαριέττα λέει αυτός ναι για την Μαριέττα λέει και η Διονυσία και σωπαίνει. Πώς είναι; την ρωτάει. Δεν είναι καλά απαντά η Διονυσία χαμηλόφωνα δεν είναι καλά είπε απλά μ’ ένα τρόπο υπόκωφο που αυτός τον ένιωσε τρομαχτικά εμφαντικό κι αποκαλυπτικό. Την βλέπει τυραννισμένη κι αδύνατη με τα μεγάλα μάτια και τα πεταμένα μήλα και τα κατάμαυρα αχτένιστα μαλλιά κι ένα πρόσωπο που το ήξερε άγριο και σαν πεινασμένο και τώρα είναι μαλακωμένο από λύπη για τη Μαριέττα. Ξαφνικά της λέει αυτή τη στιγμή τώρα εδώ σας αγαπώ γι’ αυτή σας τη φράση και γι’ αυτό το πρόσωπό σας. Η Διονυσία λέει καταλαβαίνω και δεν θέλω να κάνω εύκολη ψυχολογία αλλά χαρήκατε που μαθαίνετε πως η Μαριέττα δεν είναι καλά. Όχι λέει αυτός κι αυτή τη στιγμή δεν σκέφτομαι καν τη Μαριέττα και για σας μιλάω. Μη παρεξηγείτε λέει η Διονυσία κι εννοώ πως χαθήκατε αλλά όχι από εγωισμό και μην υποπτευθείτε από εγωισμό ή ίσως και από εκδίκηση κι αυτός είναι ο λόγος που με είδατε ικανοποιημένη από τον ενθουσιασμό σας κι όχι επειδή με αφοπλίσατε με την εξομολόγησή σας και κολακεύτηκα με φιλαρέσκεια ύποπτη. Μην αναστατώνεστε λέει αυτός κι αντίθετα η δική μου εκδήλωση είναι παρεξηγήσιμη κι ένας άλλος θα έβλεπε ασυγχώρητη σκληρότητα κι όμως σας ξαναλέω αυτός ο ενθουσιασμός που είπατε δεν έχει καμιά σχέση με την Μαριέττα και μια καμιά σχέση με το νόημα των λόγων σας είναι σα να μη μιλούσατε εκείνη τη στιγμή με τη Μαριέττα… Ανάμεσα στους δύο ανθρώπους θα υπάρχει πάντα ένας μεσολαβητής κι αυτή στο εξής θα είναι η μορφή της κάθε σχέσης τριπλή. Ο μεσολαβητής έχει λεπτή ικανότητα και δεν απαρνείται τη ζωή κι είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος γιατί αλλιώς αποξενώνεται από τον εαυτό του κι από τους άλλους και θα χάσει την αισθηματικότητά του κι επομένως και το δύσκολο κι ειδικό τρόπο συμπεριφοράς. Έχει κι αυτός τους σημαδεμένους του λέει ο διακοσμητής κι ύστερα με χοντροκοπιά λέει τα βρίσκω πολύ γυναικεία. Γιατί τότε η σχέση μας με τον μεσολαβητή θα είναι η ιδεώδης και κάθε άλλη σχέση περιττεύει και να που επανερχόμαστε στον ορθόδοξο διπλό δεσμό κι ο μεσολαβητής γίνεται ο στενότερος φίλος μας και δικαίως με τόση κατανόηση κι επιείκεια δυσεύρετη και στον πιο εκλεκτό μας φίλο. Εκτός κι αν και στη νέα αυτή σχέση με τον μεσολαβητή χρειαστεί μεσολαβητής κι ούτω καθεξής. Όμως οι μεσολαβητές λέει η Διονυσία δεν είναι απλοί άνθρωποι και δεν μπορούμε να σχετισθούμε μαζί τους έχουν φυσιογνωμία αποκρουστική. Όμως είπατε λέει ο διακοσμητής είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Όχι λέει η Διονυσία έχουν κάτι το υπερφυσικό που εμποδίζει. Το αγγελικό κι όχι εννοείται το αγγελικό με την έννοια της αγνότητας και της καλοσύνης… (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982 – ARTbyTAOTYAM)
Η Διονυσία πήγε στο Ναυτικό Όμιλο
-6-
Η Διονυσία πήγε στο Ναυτικό Όμιλο. Στην παραλία ένας άνθρωπος κάθεται στο μαντήλι του απλωμένο καταγής και στον Όμιλο μερικοί διακοσμούσαν για χορό κάρφωναν θυρεούς και πυρσούς κι ένας πηγαινοέρχεται και δίνει διαταγές ας τον πούμε διακοσμητή και ρωτά τη Διονυσία με κοιτάζετε έτσι επίμονα σας θυμίζω κανέναν δικό σας; Η Διονυσία τον ρωτάει εκείνες οι κάθετες σημαίες θ’ ανεμίζουν έτσι; Ο διακοσμητής από ευγένεια λέει ακριβώς αν θέλετε να μας δώσετε μια γνώμη σαν γυναίκα κι η Διονυσία προχώρησε στον στύλο με τις σημαίες και το κεφάλι της μπερδεύεται στις γαλάζιες ουρές των σημαιών και κοιτάζει μακριά σαν αφηρημένη και παραμέρισε τις σημαίες σαν να ήταν κουρτίνες παραθυριού και κοιτάζει ανάμεσά τους. Γυρνάει και λέει εκείνες οι δάφνες μου θυμίζουν. Είχαμε στο παλιό σπίτι ένα μεγάλο κήπο με γύρω λαμαρίνες κι οι λαμαρίνες ήταν στημένες όρθιες για φράχτης από κείνες τις αυλακωτές. Ήταν δυο δένδρα δάφνες κι η μια ήταν στην άκρη του κήπου κι ακουμπούσε στις λαμαρίνες κι έβγαινα τα κλαδιά της έξω στην σκάλα του διπλανού σπιτιού κι ανάμεσα στην σκάλα και τις λαμαρίνες ήταν ένα χώρισμα αρκετά βαθύ.
Τότε με τους κομμουνιστές ήρθαν δυο κορίτσια της νεολαίας να κόψουν δάφνες για στόλισμα για μια γιορτή στο δημοτικό σχολείο. Το ένα κορίτσι πήγε από το διπλανό σπίτι να φτάσει τα κλαδιά της ακρινής δάφνης κι ανέβηκε στην σκάλα κι έκοβε γέρνοντας μπροστά. Τεντώθηκε και πέφτει στο χώρισμα ανάμεσα στην σκάλα και στις λαμαρίνες και η όρθια κόψη της λαμαρίνας την πετυχαίνει στο πρόσωπο. Την είδα που την πήραν κι έκλαιγε ξεσχισμένη κι είχε ένα κόψιμο στο πηγούνι κάτω από το στόμα μια παχιά ματωμένη γραμμή κι έμοιαζε σα να είχε δυο στόματα. Η Διονυσία κοιτάζει τον διακοσμητή κι εκείνος ρωτάει σας θυμίζω κανέναν; κι η Διονυσία λέει ο δικός μας άνθρωπος έχει το σημάδι ένα παλιό χτύπημα ή νυχιά ή και φυσικά στίγματα κι αυτό είναι ζήτημα δικαιολογημένης προσοχής αλλά είναι το ίδιο σαν να του κάνουμε εμείς το σημάδι ώστε να τον ξεχωρίζουμε και να τον αναγνωρίζουμε.
Η Διονυσία για πρώτη φορά παρατηρεί το αγόρι που κάθεται δίπλα τους. Ένα αγόρι κάθεται πιο εκεί καταγής και κάτι μαστορεύει δεκαεξάχρονο κι ολόγυμνο η γύμνια του λάμπει πάνω στο χώμα. Δουλεύει κι έχει ένα μικρό χαμόγελο και χωρίς να τους κοιτάζει φαίνεται να παρακολουθεί με χαμόγελο. Η Διονυσία βλέπει έκπληκτη το αγόρι. Της έκανε εξαιρετική εντύπωση. Η Διονυσία λέει είμαι μεσολαβητής. Ο διακοσμητής είπε μέσα του είναι αφελής και λέει ναι καταλαβαίνω. Όμως πρέπει ο καθένας μας να στηρίζεται στον εαυτό του κι αυτό οι περισσότεροι το λεν με πικρία όμως εγώ το λέω με περηφάνια. Είστε αφελής λέει η Διονυσία κι οι μεσολαβητές είναι απαραίτητοι κι όχι μόνο σε παρεξηγήσεις και διαφωνίες. Δεν είναι τόσο ασήμαντη η αποστολή τους κι ο ρόλος τους δεν είναι στοιχειωδώς συμφιλιωτικός κι είναι ουσιαστικά συμφιλιωτικός κι είναι απαραίτητοι σε κάθε σχέση. Είναι σαν εξομολογητές και σαν μεσολαβητές.
Είναι άνθρωποι με σπάνια αντίληψη με γνώσεις και με μεγάλη πείρα και πρώτα απ’ όλα μ’ επιείκεια. Τους επιτρέπεται κάποια θεατρικότητα κι υπερβολή να είναι παραστατικοί αφηγητές κι εννοώ να αναπτύσσουν με τέχνη στον άλλον με καίριες λέξεις και πιστευτό πάθος να αναπτύσσουν τη σημασία ενός πράγματος που τους εκμυστηρευόμαστε και κυρίως να μην είναι στην πραγματικότητα είρωνες ώστε να τους είμαστε ειλικρινείς γιατί η ειλικρίνεια φοβάται περισσότερο την ειρωνεία παρά την ακατανοησία. Με εμπιστοσύνη θα εξηγούμε στον μεσολαβητή πώς έχει ακριβώς μια κατάσταση κι αυτός θα αναλαμβάνει επιδέξια να το κάνει αντιληπτό στον άλλον και να το προσαρμόζει. Γιατί αν λείπει από τη μέση ο μεσολαβητής θα πρέπει διαρκώς να βασανιζόμαστε σε ατέλειωτες δικαιολογίες και κι επεξηγήσεις και να παρουσιάζουμε κάθε φορά αποδείξεις ότι λέμε την αλήθεια ή να μηχανευόμαστε πώς να κρύβουμε την αλήθεια.
Ανάμεσα στους δύο ανθρώπους θα υπάρχει πάντα ένας μεσολαβητής κι αυτή στο εξής θα είναι η μορφή της κάθε σχέσης τριπλή. Ο μεσολαβητής έχει λεπτή ικανότητα και δεν απαρνείται τη ζωή κι είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος γιατί αλλιώς αποξενώνεται από τον εαυτό του κι από τους άλλους και θα χάσει την αισθηματικότητά του κι επομένως και το δύσκολο κι ειδικό τρόπο συμπεριφοράς. Έχει κι αυτός τους σημαδεμένους του λέει ο διακοσμητής κι ύστερα με χοντροκοπιά λέει τα βρίσκω πολύ γυναικεία. Γιατί τότε η σχέση μας με τον μεσολαβητή θα είναι η ιδεώδης και κάθε άλλη σχέση περιττεύει και να που επανερχόμαστε στον ορθόδοξο διπλό δεσμό κι ο μεσολαβητής γίνεται ο στενότερος φίλος μας και δικαίως με τόση κατανόηση κι επιείκεια δυσεύρετη και στον πιο εκλεκτό μας φίλο. Εκτός κι αν και στη νέα αυτή σχέση με τον μεσολαβητή χρειαστεί μεσολαβητής κι ούτω καθεξής. Όμως οι μεσολαβητές λέει η Διονυσία δεν είναι απλοί άνθρωποι και δεν μπορούμε να σχετισθούμε μαζί τους έχουν φυσιογνωμία αποκρουστική.Όμως είπατε λέει ο διακοσμητής είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Όχι λέει η Διονυσία έχουν κάτι το υπερφυσικό που εμποδίζει. Το αγγελικό κι όχι εννοείται το αγγελικό με την έννοια της αγνότητας και της καλοσύνης.
Τι ερημιά λέει η Διονυσία κοιτάζοντας γύρω κι ύστερα κοιτάζει το γυμνό παιδί και ξαναλέει ερημιά. Ερημιά; γέλασε ο διακοσμητής. Η Διονυσία λέει με ελαφρότητα. Θα σας δώσω μια συμβουλή. Τη συμβουλή να μην θυμάστε τις κακές σας πράξεις γι’ αυτούς και τις καλές σας πράξεις για σας κι έτσι θα βρείτε την ηρεμία σας και δεν θα μορφάζετε όταν θα είστε μόνος και θυμόσαστε. Τι ακινησία και σιωπή λέει ανήσυχη η Διονυσία και σηκώνεται κοιτάζει γύρω. Αν τους φωνάξω δεν θ’ ακούσουν. Πώς τον λένε εκείνον; Ηλία απαντάει ο διακοσμητής αχαριστία αυτό θέλετε να πείτε; Ηλία φωνάζει η Διονυσία και λέει όχι αχαριστία τι σχέση έχει η αχαριστία όχι αντίστοιχα καλές και κακές Ηλία. Και προπαντός εκείνες τις μικρές παρατηρήσεις και τις μικρές αναμνήσεις και τα σημάδια. Ηλία. Θα φύγω λέει η Διονυσία. Πού πάτε αποκεί λέει ο διακοσμητής. Η Διονυσία δεν ήθελε να περάσει κοντά από το αγόρι εκείνο. Ένας εργάτης φωνάζει στο αγόρι και γελά. Το αγόρι πετάγεται όρθιο. Φωνάζει και τρέχει ανάμεσα στα ξύλα και στις σωριασμένες σημαίες και χορεύει φωνάζει το γυμνό σώμα κομματιάζεται σε φωνές και κινήσεις άγριες και περιγελαστικές. Οι εργάτες ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και την κοιτάζουν.
Η Διονυσία σταματά και χλομιάζει και παρακολουθεί ταραγμένη το αγόρι. Ήρθατε φωνάζει η Διονυσία στον άνθρωπο που μπαίνει εκείνη τη στιγμή στον Όμιλο. Εγώ ήρθα νωρίς όμως καλλίτερα να περπατήσουμε. Φεύγουν κι η Διονυσία γυρνά και βλέπει πίσω της. Περπατούν πολλή ώρα κι η Διονυσία δεν μιλάει και του φαίνεται αδυνατισμένη σα να σηκώθηκε από αρρώστια κι είχε καιρό να τη δει και την θυμάται τότε που είχε έρθει στο σπίτι του μαζί με την Μαριέττα έκλαιγε και μιλούσε πήγαινε στο μέσα δωμάτιο να μην την βλέπουν που έκλαιγε και ξαναρχόταν κι όλο τον τελευταίο καιρό που την έβλεπε ήταν σαν να είχε μια έξαψη και μιλούσε ασταμάτητα έκλαιγε και μιλούσε. Ξέρετε γιατί σας ειδοποίησα λέει η Διονυσία. Ναι λέει αυτός για τη Μαριέττα. Ήθελα να σας δω έχω πολύ καιρό να σας δω λέει η Διονυσία. Η Διονυσία μιλάει γρήγορα. Στην παραλία όχι σ’ αυτή την παραλία.
Φανταστείτε ένα μεσημέρι κι ήταν μονάχα ένας που ψάρευε και κανένας άλλος κι εγώ περπατούσα στην παραλία. Η σιωπή του ήλιου κι εκείνος που ψαρεύει και κανένας άλλος η σιωπή και η ακινησία του ήλιου. Ποτέ δεν κοιμάμαι το μεσημέρι. Περνώ από πίσω του και προχωρώ και γυρνούσα κάθε τόσο και τον έβλεπα γιατί μονάχα εμείς οι δυο αλλά και πάλι κανένας γιατί εγώ δεν λογαριάζομαι κι εκείνος ακίνητος όπως τα σπίτια κι όπως τα πλοία. Ύστερα τράβηξε το καλάμι κι έβγαλε ένα μεγάλο ψάρι. Το ξαγκιστρώνει και το πετάει πίσω από την πλάτη του στο δρόμο χωρίς να γυρίσει να δει και συνεχίζει το ψάρεμα χωρίς να δει πού έριξε το ψάρι κι άλλωστε πού θα πήγαινε και ποιος θα του το ’παιρνε. Το ψάρι σπαρταρά πάνω στο δρόμο ολοζώντανο. Όλη εκείνη η νέκρα γεμίζει με αστραφτερούς σπασμούς. Ένα ψάρι στη μέση του δρόμου και στη μέση της παραλίας και στη μέση της πόλης.
Στη μέση του κόσμου το ψάρι και παίρνει ζωή όλη η γη εκείνης της ώρας. Στη θέση ενός ανθρώπου που περπατά κι ενός σκυλιού ή έστω ένας άνθρωπος περπατά στην παραλία και ξαφνικά τον πιάνει επιληψία ή ένα παιδάκι που πέφτει ένα καλώδιο και παθαίνει ηλεκτροπληξία κι ένας σκύλος που περνάει ένα αυτοκίνητο και ψυχομαχάει. Αντί για όλα αυτά το ψάρι χοροπηδά και σκορπά τα λέπια του στις πέτρες. Είναι μια κτηνωδία και πρέπει να ενεργεί σε κάποιο εφιαλτικό συμπέρασμα. Η Διονυσία δείχνει τη θάλασσα και λέει χαμογελαστά η θάλασσα των Σαργάσσων. Η Διονυσία λέει ξέρετε γιατί σας τηλεφώνησα. Για τη Μαριέττα λέει αυτός ναι για την Μαριέττα λέει και η Διονυσία και σωπαίνει. Πώς είναι; την ρωτάει. Δεν είναι καλά απαντά η Διονυσία χαμηλόφωνα δεν είναι καλά είπε απλά μ’ ένα τρόπο υπόκωφο που αυτός τον ένιωσε τρομαχτικά εμφαντικό κι αποκαλυπτικό. Την βλέπει τυραννισμένη κι αδύνατη με τα μεγάλα μάτια και τα πεταμένα μήλα και τα κατάμαυρα αχτένιστα μαλλιά κι ένα πρόσωπο που το ήξερε άγριο και σαν πεινασμένο και τώρα είναι μαλακωμένο από λύπη για τη Μαριέττα.
Ξαφνικά της λέει αυτή τη στιγμή τώρα εδώ σας αγαπώ γι’ αυτή σας τη φράση και γι’ αυτό το πρόσωπό σας. Η Διονυσία λέει καταλαβαίνω και δεν θέλω να κάνω εύκολη ψυχολογία αλλά χαρήκατε που μαθαίνετε πως η Μαριέττα δεν είναι καλά. Όχι λέει αυτός κι αυτή τη στιγμή δεν σκέφτομαι καν τη Μαριέττα και για σας μιλάω. Μη παρεξηγείτε λέει η Διονυσία κι εννοώ πως χαθήκατε αλλά όχι από εγωισμό και μην υποπτευθείτε από εγωισμό ή ίσως και από εκδίκηση κι αυτός είναι ο λόγος που με είδατε ικανοποιημένη από τον ενθουσιασμό σας κι όχι επειδή με αφοπλίσατε με την εξομολόγησή σας και κολακεύτηκα με φιλαρέσκεια ύποπτη. Μην αναστατώνεστε λέει αυτός κι αντίθετα η δική μου εκδήλωση είναι παρεξηγήσιμη κι ένας άλλος θα έβλεπε ασυγχώρητη σκληρότητα κι όμως σας ξαναλέω αυτός ο ενθουσιασμός που είπατε δεν έχει καμιά σχέση με την Μαριέττα και μια καμιά σχέση με το νόημα των λόγων σας είναι σα να μη μιλούσατε εκείνη τη στιγμή με τη Μαριέττα. Γι’ αυτό που κάνετε για την Μαριέττα και για το πρόσωπό σας για την Μαριέττα κι ας μην ήταν η Μαριέττα. Σας είπα λέει η Διονυσία ότι δεν εννοούσα από εγωισμό και δεν σκέφτηκα καθόλου πως ήταν σκληρότητα και για το εύκολη ψυχολογία που είπα αυτό το εύκολη αφορά τη νοημοσύνη μου και όχι τη ψυχολογία σας.
Και πώς μπορώ φώναξε η Διονυσία να σας ψυχολογήσω και με ποιο δικαίωμα.Δεν σας ταιριάζει λέει αυτός αυτή τη ταπεινότητα και αντίθετα σας ταιριάζει αυτή η δυσπιστία κι εκείνη η ιστορία με το ψάρι και περισσότερο σας ταίριαζε το η Θάλασσα των Σαργασσών. Η Διονυσία δεν απαντά κι αυτός με σπουδή λέει δεν εννοώ επιτήδευση και πώς θα μπορούσα να εννοώ ύστερα από κείνον τον θαυμάσιο λόγο σας για την Μαριέττα και πόσο θαυμάσιος. Εκείνη την ιστορία με το ψάρι την έβγαλα από το νου μου λέει η Διονυσία αφού μου ταιριάζει η δυσπιστία. Πείτε μου λέει αυτός πείτε για την Μαριέττα παρόλο που είναι δύσκολο κι αν όχι αδύνατο και μάλλον μου είναι αδύνατο να σας αναλύσω τη στάση μου απέναντί της και δεν είμαι από κείνους που εξηγούνται κι η απολογία μου ήταν ψέματα κι αυτό πρέπει να σας κάνει να πιστέψετε την ειλικρίνειά μου αφού θα μου ήταν ευκολότατο και βολικό να επινοήσω μια πειστική απολογία και όχι από μυστήριο. Από οίκτο; επειδή ξέρετε την ιστορία μου; Από οίκτο τι; ρωτάει αυτός. Πως με αγαπάτε λέει η Διονυσία. Δεν με αναστάτωσε λέει η Διονυσία η εξομολόγησή σας και θα σας μιλήσω για την Μαριέττα έστω μόνο και μόνο για να είμαι συνεπής σε ό,τι είπα σ’ εκείνον τον άνθρωπο στον Όμιλο αν και κοκκινίζω στην ιδέα πως θα μπορούσε να παρακολουθεί αυτή τη συνομιλία μας κι ωστόσο έχω την εντύπωση πως μας παρακολουθεί από κάπου αθέατος.
Οι άνθρωποι έχουν επάνω μου μιαν ακατανίκητη επιρροή. Δεν έχω κινήσεις και βλέμματα και τόνο φωνής κι όλα αυτά είναι μιμήσεις από τους άλλους ανθρώπους και δεν φεύγουν από το νου μου οι άνθρωποι κι όχι οι άνθρωποι. Η Μαριέττα κι εσείς εκείνος στον Όμιλο κι εκείνος που κάθεται στη θάλασσα πάνω στο μαντήλι του. Είμαι ένα διάστημα και περιέχω όλους τους ανθρώπους κι όχι τα αισθήματά τους και τις σκέψεις τους αλλά τα πρόσωπά τους και τα μέρη του κορμιού τους το χρώμα των ρούχων τους τα δάχτυλα κι άλλη δυνατότητα να ζω δεν έχω παρά να τους παρακολουθώ και να τους φαντάζομαι και να τους υποδύομαι κι ακόμα και το πρόσωπό μου αλλάζει κι όλος ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπινα κομμάτια η μύτη το μέτωπο οι ακρινές ακραίες τριχίτσες των φρυδιών τα λόγια το χέρι τα διακρίνω ξεχωριστά κι αταίριαστα να αιωρούνται πάνω απ’ τους ανθρώπους κι από τα σπίτια και φωσφορίζουν μέσα απ’ τα σβηστά παράθυρα και μέσα από τις νύχτες τα διακρίνω το μάτι του στην άσφαλτο το μέτωπό του στον ουρανό.
Πώς να μην αναστατώνει λέει η Διονυσία ένας τέτοιος λόγος και μια κίνηση που φανερώνει κάποιο αίσθημα. Ο δεσμός λέει η Διονυσία ανάμεσα σ’ ένα άτομο και στον μεσολαβητή και στην πιο αρχή του η προσέγγιση κάποιου προς έναν μεσολαβητή απαιτεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κι απλή προσέγγιση απαιτεί τη βοήθεια ενός νέου μεσολαβητή κι είναι αυτό που κορόιδεψε εκείνος ο άνθρωπος. Εδώ έχει σημασία η φορά του νέου μεσολαβητή που πρέπει να είναι από τον πρώην μεσολαβητή προς το άλλο άτομο για χάρη του πρώην μεσολαβητή γιατί ο μεσολαβητής για τον εαυτό του έχει μεγαλύτερη ανάγκη μεσολάβησης προς τους άλλους κι αυτό δείχνει η αιτία που τον έκανε να γίνει μεσολαβητής αν είναι ανώδυνο αυτή η αιτία να αποκαλυφθεί. Εσείς δεν ξέρετε παρά την εξωτερική πλευρά της ιστορίας και την ατάραχη πρόσοψη του σπιτιού κι επειδή οι μεσολαβητές ποτέ δεν αποποιούνται μια προσέγγιση κι αυτό είναι σαν ηθική αρχή και προαποφασισμένο κι όμως είναι απελπισία και όχι ευχαρίστηση κι αυτή η αρχή κι αυτή πάλι δεν είναι ξένη προς την αιτία που έγιναν μεσολαβητές.
Πρέπει να πάτε εξάπαντος να δείτε την Μαριέττα τώρα ξεχνάτε σας παρακαλώ φωνάζει η Διονυσία. Εγώ πρέπει να φύγω έχω μια επείγουσα δουλειά. Λέει νευρικά. Τον αφήνει και φεύγει. Σταθείτε κι εγώ φεύγω της φωνάζει. Η Διονυσία σταματά και φωνάζει από μακριά δώστε μου το λόγο σας πως θα πάτε αμέσως τώρα. Πρέπει να φύγω και φεύγει. Αυτός ο ξαφνικός χωρισμός είναι λίγο γελοίος γιατί και οι δυο προχωρούν στον ίδιο δρόμο και σε μικρά απόσταση ο ένας από τον άλλο κι η Διονυσία το καταλαβαίνει και προσπαθεί να απομακρυνθεί τρέχοντας κάθε τόσο. Όμως ο άλλος την φτάνει κι έτσι παν σ’ όλο το δρόμο σα να κυνηγιούνται. Η Διονυσία σκέφτεται το αγόρι να το έβλεπα και μονάχα να το ξαναέβλεπα. Σκέφτεται με λαχτάρα είμαι μεγαλύτερη αλλά δεν θα καταλάβαινε και δεν μπορεί να κρίνει. Έδειχνε ψυχοπαθής και μάλλον είναι ηλίθιο. Σαν ζώο. Σαν ζώο και δεν μπορεί να κρίνει σκέφτεται χαρούμενη η Διονυσία δεν καταλαβαίνει. Οι μαύρες σγουρές τρίχες που άρχισαν να φυτρώνουν και τα χοντρά του γόνατα.
Οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου. Ήρθαν πέντε άνθρωποι στους δρόμους, πέντε παληκάρια, έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές, Βγήκαν έξω ρωτώντας. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους -Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Η ΕΚΔΡΟΜΗ]
επόμενη 7ηΣΥΝΕΧΕΙΑ αποσπασμάτων από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά: Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΕΒΛΕΠΕ ΤΑ ΓΥΜΝΑ ΠΟΔΙΑ ΚΙ ΕΝΙΩΘΕ ΤΟ ΣΚΟΠΟ Ν’ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ…