Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΑΡΦΩΜΕΝΟ ΜΕ ΦΩΤΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ: ΞΑΦΝΙΚΑ ΕΝΑΣ ΛΕΕΙ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ

$
0
0
Αποφασίσαμε να πάμε εκδρομή όλοι να πάμε όλος ο κόσμος πόσο το αποφασίσαμε. Μονάχα που οι άλλοι και τα τοπία και οι συνομιλίες σα να είναι χωριστά από εμάς. Πηγαίνει και χτυπάει σ’ ένα άγνωστο σπίτι στο σιντριβάνι και δεν τον ένοιαζε όποιο και νάταν. Με ντροπή και απόφαση λέει μπορώ να μπω; Εκείνη είπε τι θέλετε. Σας παρακαλώ να σας μιλήσω. Ποιον ζητάτε. Αφήστε με επιτέλους να μπω και την έσπρωξε με ανυπομονησία. Εκείνη έκανε α κι έφυγε τρεχάτη. Στο σπίτι δεν ήταν άλλος κανένας και κάθεται και περιμένει με αγωνία και σε λίγο έρχεται η γυναίκα με πολλούς άλλους συγκάτοικους και τον κοιτάζουν με θυμό και ερεθισμένοι. Του ήρθε να λιποθυμήσει και ρωτάει πού είναι σας παρακαλώ το αποχωρητήριο. Κανένας δεν μίλησε κι εκείνος αρχινά ν’ ανοίγει τις πόρτες στη σειρά. Στο τέλος κλείνεται σε μια αποθήκη. Γεμάτη παπούτσια και χαρτονένια κουτιά το στέρνο του θα σπάσει να χυθεί έξω όλη του η καρδιά και οι άλλοι να φωνάζουν από έξω. Ησυχάστε πέστε πως κάνω πείραμα κι εκείνοι σπρώχναν την πόρτα άνοιξε άνοιξε. Ύστερα του πέρασε και βγήκε και τους λέει το ήξερα από πριν, Ύστερα θύμωσε και φώναξε δεν είναι πείραμα. Ή τυχαία επίσκεψη ή κατά λάθος δεν πρόκειται να καταλάβετε και μη φοβάστε. Σταθείτε να σας διηγηθώ λέει με ορμή και κουνάει τα χέρια. Τι να μας διηγηθείς φωνάζουν εκείνοι. Θα σας πω ένα περιστατικό. Να με πιστέψετε αν και θα πείτε επειδή είναι λιγάκι εντυπωσιακό.  ΕΠΙΣΚΕΨΗ (αποφασίσαμε να πάμε εκδρομή όλοι) και ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ (όταν πήγε στο γιατρό να δείξει την ακτινογραφία) (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982 – ARTbyLucy Campbell paintng )



ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΟΥΝ ΜΕ ΑΚΡΑΔΑΝΤΑ ΒΛΕΜΑΤΑ (2ησυνέχεια αποσπασμάτων από τη ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά)
Τον έλεγαν Δαμιανό Παπαστεφάνου σημειώστε Παπαστεφάνου. Πήγα ύστερα να δω βρήκα οι νοσοκόμες στο διάδρομο. ξαπλωμένες ιδρωμένες. Κατάκοπες και λαχάνιαζαν αποκαμωμένες χέρια και πόδια ανοιχτά αφημένα καταγής. Με κοιτάζουν με ακράδαντα βλέμματα και ακράδαντα. Οι γυαλιστερές νοσοκόμες και κατεβαίνω. Τέσσερις άνδρες κοιτάζουν χωρίς να μιλούν. Κι ο καθένας κοιτάζει τον άλλον με ανησυχία. Λέω τους έκοψα που έκαμναν αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Θέλω να δω πού τον έχετε; Εκείνοι. Ένας λέει πού αλλού εδώ. Δείχνει τα πράματά του και γελάν.. Λεν δεν είναι εδώ κι εδώ έχουμε μονάχα. Δαμιανός Παπαστεφάνου πέθανε από καρκίνο του μαστού. Μα είναι άνδρας. Και οι άνδρες δεν έχουν βυζιά; Πηγαίνω δίπλα. Ολόγυμνος πάνω στο μάρμαρο πετσί και κόκκαλο. Είχε είχε κάτι στήθη φουσκωμένα. Σαν παχιά γυναίκα με πλατιές καφετιές θηλές και με περιεργάζεται ήρεμα. Σηκώνει το ένα στήθος και Δείχνει να δείχνει και γυρνά το πρόσωπο στον τοίχο. Ένα μικρό κατακόκκινο σπυρί.  Που τα λέμε θυμωμένα σπυριά κι επίσης ήταν μια καθαρίστρια σκυμμένη. Σκούπιζε κάποιον μέσα σ’ ένα σεντόνι και λέει με συμπόνια τόσο νέα και πάει κι έψαχνε τα καλοδιπλωμένα ρούχα στην καρέκλα και μουρμούρισε σκεφτική θα ’ναι πλούσια μια κομπιναιζόν ένα φόρεμα χρυσό και μαύρο κι ανέβηκε πάνω στον πάγκο που είναι κάτω από το παράθυρο και μιλάει με έναν που είναι απέξω και δεν φαίνεται κι αυτός έλεγε δεν έχει ξαναρθεί τέτοιο πράμα στην Ελλάδα θα το δεις κι εκείνη λέει θες να συνεργαστούμε και θα σε φωνάξω το είπε αστεία κι ο άλλος είπε με ενθουσιασμό μόλις θα ’ρθει θα σε πάρω να πάμε βόλτα κι η καθαρίστρια πάτησε τα γέλια βόλτα άκου βόλτα κάθισε στον πάγκο σκασμένη στα γέλια τι λέει βόλτα μ’ αυτό μ’ αυτό κι απ’ έξω γελάει κι εκείνος και λέει με περηφάνια μονάχα να το δεις κι είχε κορώσει η καντήλα κάηκε το εικόνισμα κι έμεινε μονάχα ο φωτοστέφανος ο καπνισμένος άγιος ή Παναγία και γελούσε φωναχτά πάνω στον πάγκο και παίρνει το φόρεμα και το στρώνει πάνω της και περπατά πάνω στον πάγκο σα μανεκέν και ρωτούσε μου πάει κι ύστερα ντράπηκε και λέει σοβαρή κρίμα πάει. Ήταν κι οι νοσοκόμες έχω κι άλλα να σας διηγηθώ λέει ο επισκέπτης κι έτρεμε να πέσει κι άλλα. Τώρα οι άλλοι δεν φαίνονται θυμωμένοι και σωπαίνουν.

Ξαφνικά ένας λέει θα σας πω μια ιστορία με καρκίνο τι συνέβη σ’ έναν φίλο μου κι όλοι γυρνάν και τον βλέπουν. Ο φίλος μου έτυχε να κάθεται στο ίδιο σπίτι με μια γυναίκα. Χωριστά εννοείται και δεν την είχε δει ποτέ γιατί ήταν καινούργιος και μόνο είχε ακούσει πως ήταν πολύ όμορφη και κυκλοφορούσαν πολλές βρωμερές ιστορίες. Πολλά υπονοούμενα για τη γυναίκα αυτή οπότε. Μια μέρα χτυπάει η πόρτα πάει ανοίγει τι να δει. Μια γυναίκα πραγματική καλλονή του σινεμά. Καταλαβαίνει αμέσως πως ήταν εκείνη και στέκεται απολιθωμένος. Χαίρετε. Χαίρετε. Είμαι από δίπλα. Ο φίλος μου λέει ναι και τι άλλο να πει. Ευθύς εξαρχής του λέει ήρθα να. Του λέει την ίδια τη λέξη κι ωστόσο ο φίλος μου δεν το θεώρησε αδιαντροπιά κι απλώς τα ’χασε. Δηλαδή να κάνουν έρωτα όμως είπε την ίδια τη λέξη έτσι ακριβώς καθαρά κοφτά κι από την πόρτα κιόλας Ο φίλος μου να τα ’χει χαμένα η γυναίκα με ορθάνοιχτα μάτια. Ήταν βέβαια μια φράση απρόοπτη κι ο φίλος μου αρχίζει να φοβάται κι ερεθιζόταν όμως. Πάνε μέσα η γυναίκα όμορφη πάει κι ο φόβος κι όλα κι ο φίλος μου παρατηρεί πως η γυναίκα έχει στη γωνιά του σαγονιού της μια μεγάλη μαυριδερή ελιά. Όμως ο φίλος μου πού να ξεκολλήσει από την ελιά κι όλη του δηλαδή να πούμε η ερωτική του προσοχή στην ελιά και να γλύφει και να ρουφάει και να δαγκάνει την ελιά κι όλο μούγκριζε την ελιά σου την ελιά σου δεν ξέρω τι με είχε πιάσει μου είπε και την ελιά σου έλεγε συνέχεια λιωμένος από τη σπάνια γιατί και όλη η κατάσταση ήταν σπάνια μια γυναίκα που χτυπάει την πόρτα σου και μια τέτοια άγνωστη γυναίκα. Και γυρνάει η γυναίκα με απάθεια ενώ πριν από λίγο. Με απάθεια τελεία γυρνάει και του λέει. Δεν είναι ελιά είναι καρκίνος. Ελάτε στη θέση του φίλου μου. Ο επισκέπτης φωνάζει με ενθουσιασμό δεν είναι ελιά είναι καρκίνος υπέροχο! τον κοιτάζει μ’ ανακούφιση.  Ο άλλος δεν γύρισε να τον δει κι αντιλήφθηκε την άσχημη εντύπωση που έκανε στους άλλους κι η τελευταία του φράση ελάτε στη θέση του φίλου μου την είπε αδέξια κι ύστερα από σιωπή. Ο επισκέπτης περιμένει κι ύστερα ξαναλέει την έχω ακουστά την ιστορία σας και μου φαίνεται τον ξέρω αυτόν το φίλο σας και τώρα είμαστε σαν γνωστοί.

Κανένας δεν μιλάει κι ο επισκέπτης λέει κοκκινίζοντας και κουνάει τα χέρια του σαν χόρτα στο βυθό. Τόση ώρα δεν σας είπα. Αλλά θα σας φανεί. Και είναι κοινό συνηθισμένο που ντρέπεσαι να το πεις. Συνηθισμένο κι ίσως πείτε υπερευαισθησία και νοσηρή. Κανένας δεν μιλάει κι αυτός συνεχίζει. Γεγονός ένα γεγονός. Όμως παραμένει η μεγάλη του. Αυτό εδώ όλο αυτό εδώ που ήρθα. Θα μπορούσε να ήταν και πείραμα. Όμως για μένα εκείνο. Είχε μεγάλες συνέπειες συνειδητές και αναπότρεπτες. Συνέπειες. Για έναν άλλο και μπορεί κι αν ακόμα στην ίδια αυτή περίπτωση. Χωρίς ξεχωριστή σημασία συνηθισμένο αφού περάσει η πρώτη εντύπωση. Αν μπορούμε να το πούμε περίπτωση αυτό. Δεν μπορούμε βέβαια. Για μένα όμως; Κανένας δεν μιλάει κι ο επισκέπτης ξαφνικά φωνάζει μου δίνει το δικαίωμα. Να σας απαιτήσω. Φώναξε με ακατάσχετη υπεροψία και κανένας δεν μιλάει κι ύστερα κάποιος είπε η ώρα να φύγω και τότε έγινε φασαρία και μια γυναίκα τον αγκαλιάζει και τον φιλά και οι διπλανοί της λέγαν μα πού πάει τάχα τι κάνεις έτσι κι όλα όσα γίναν ξεχάστηκαν κι ο επισκέπτης.  Είναι έτοιμα; ρωτάει εκείνος που θα έφευγε και προχωρεί να βγει κι όλη η συντροφιά τον κύκλωσε. Γίνεται ένας απροσδόκητος συνωστισμός στην πόρτα. Ήταν πολλοί και σπρώχνονταν να τον πλησιάσουν. Να τον ακουμπήσουν και πατιούνται και παραπατούν και φωνάζουν αστεία και γελάν. Μάλλον για να παρηγορήσουν τη γυναίκα γιατί φαίνονταν συγκινημένοι κι οι ίδιοι. Βγήκαν όλοι έξω εκτός από τον επισκέπτη ο θόρυβός τους μακραίνει κι ακούγονταν φωνές να μου φέρεις αυτό κι εγώ θέλω εκείνο διάφορα χωρατά και μάλλον να διασκεδάσουν τη γυναίκα γιατί ένιωθες πως όλοι λυπούνται.

ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ. Όταν πήγε στο γιατρό να δείξει την ακτινογραφία κι εκείνος του είπε δυστυχώς θα πεθάνει ο άνθρωπός σας
Εκείνη την ώρα μπαίνει μέσα η γυναίκα του γιατρού είχε αριστοκρατική εμφάνιση κι ευχάριστη φωνή κι ένα διάδημα στα μαλλιά σαν λαμπερή αχιβάδα και τον κοιτάζει με επιμονή που νιώθει στεναχώρια. Ακούστηκαν φωνές έξω που περίμενε κόσμος. Τρέχει κι ανοίγει την πόρτα κι οι άνθρωποι που περίμεναν μαζεμένοι στις γωνιές και κολλητά στον τοίχο κι άλλοι είχαν ανέβει πάνω στις καρέκλες κι άλλοι δείχναν στη μέση της σάλας. Στη μέση της σάλας στέκεται ένα πράγμα τρομακτικό και τρέχει η βοηθός του γιατρού. Έπαψε να κουνιέται. Έκλεισε την πόρτα τι έχετε ρωτάει ο γιατρός. Τίποτε μόνο που ήταν ζωντανό. Ελάτε στο παράθυρο να σας χτυπήσει ο αέρας. Σκύβει από το παράθυρο και στο δρόμο. Στάσου στάσου φώναξε είναι ένας φίλος λέει στο γιατρό. Κατέβηκε κι ένας άνθρωπος περίμενε πάμε. Πηγαίνουν πολύ δρόμο από την παραλία κι απ’ αλλού. Παντού είναι νύχτα δεν αντάμωσαν κανέναν ο δρόμος βρεγμένος θα έγινε κάπου πυρκαγιά κι ήρθαν οι αντλίες. Σ’ όλο το δρόμο σ’ όλους τους δρόμους τρέξαν νερά από τις αντλίες κι η ηχώ απ’ τις σειρήνες. Δεν μιλάν περπατάν προχωρούν από τον Βαρδάρη. Ίσιος λοξός δρόμος μακρινά τραγούδια. Δραπετσώνα μια γυναίκα ακίνητη στο ισόγειο. Δυο άνδρες χαριεντίζονται α ρε κωλόπαιδο κι ο άλλος απαντά της μάνας σου το οικόπεδο κι ένας περίμενε στον κήπο στρίβουν τη γωνία. πολλά φώτα κέντρα εξοχικά λαϊκά κάθονται στην άκρη σ’ ένα κέντρο.

Ψυχή η θάλασσα η μουσική από τα μεγάφωνα δυνατά στην ερημιά. Σηκώνεται αέρας φέρνει χώμα τινάζει τα τραπεζομάντηλα οι αλατιέρες χύθηκαν τα μεγάφωνα τα αυτιά. Πολλά φώτα χαμηλά πάνω από τα κεφάλια τους εκτυφλωτικές στρογγυλές τρύπες το σκοτάδι καρφωμένο με φώτα πάνω στη γη. Παντού τραπέζια αδειανά μέχρι που έφτανε το φως και το μάτι παντού. Μια γριά καθόταν κοντά στην πίστα έβλεπε γύρω. Ήταν μάνα γκαρσονιού την έφερε να διασκεδάσει της είπε κάτσε κοντά στην πίστα θα ’ρθουν σε λίγο να χορέψουν μαζί άνδρες και γυναίκες μαζί να δει τι ωραία που είναι. Η γριά φοράει τα καλά της το φως την περιλούζει κι αστράφτουν τα μαλλιά της. Περιμένει κι όλο κοιτάζει γύρω γυρνάει βλέπει μην έρχονται και τώρα τους είδε. Τους κοιτάζει χαρούμενη γνέφει με χαμόγελο όπου να ’ναι ο χορός. Κάθισαν πολλή ώρα δεν έρχονταν δεν έρχονταν. Έρχονταν ο αέρας τινάζει τα τραπεζομάντηλα τραγούδια οι προβολείς πάνω πορτοκαλιά της μαύρης μέδουσας αέρας από χώμα μουσική γριά με ασημένιο κεφάλι φώτα τραγούδια τα τραπέζια όλος ο κόσμος τραπέζια. Ξαφνικά σβήνουν τα φώτα κόπηκε απότομα η μουσική η γριά αρχινά και φωνάζει. Γιώργου τα φώτα Γιώργοουουου τα φώτα Γιώργου. Τα τραπεζομάντηλα πλατάγιζαν πάνω στα ξύλινα ποδάρια τα τραπέζια οι αφροί πάω στα τραπέζια σαν αφροί.

 [Είχες χάσει την ελπίδα κι έλεγες και σε λίγο θα σε φτάσουν που πας μονάχος εκδρομή οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου -Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Η ΕΚΔΡΟΜΗ]


ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: Η ΙΟΥΛΙΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΕ ΠΩΣ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΓΑΠΙΟΝΤΑΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΜΕ ΜΙΑΝ ΑΓΑΠΗ ΣΑΝ ΑΚΟΛΑΣΙΑ 

Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles