Γιατί σκέψου: ο Πυθαγόρας που πίστευε σαν σοφός που ήταν στην μετεμψύχωση έλεγε πως τα ζώα ήταν κάποτε άνθρωποι πως έχουνε ψυχή ανθρώπινη σχετικά αλλαγμένη κι ένας θαρρώ σοφός απ’ τον Ακράγαντα είπε πως ήτανε παλιά θάμνος και ψάρι κτλ, κτλ… Ε λοιπόν να μιλάς μ’ έναν αλλόγλωσσο άνθρωπο είναι πράγμα συνηθισμένο και φυσικό και να μιλάς,να ξέρεις να μιλάς με όντα που πήδηξαν έξω από το χρόνο σου από την σειρά σου που δέχτηκαν τόσο βαθιά και φανερά την αλλαγή που διέταξε ο άγνωστος νόμος –ε αυτό είναι πολύ σοβαρό κι έχει μεταφυσική σημασία… Γράφω ένα βιβλίο που με αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατο»: είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση…(αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960 – ARTbyKoppdelaney)
Στον πετρόστρωτο δρόμο μου που είναι πολύ μακρύς περπατάει μονάχη η Φροντίδα πληθωρική κι αναίσθητη γύρω τα παράθυρα οι κόγχοι χωρίς μάτια. Η φροντίδα είναι σκληρή είναι ευχαριστημένη από τον εαυτό της μελέτησες καμιά φορά την ψυχολογία της Φροντίδας; είναι ένα εγωιστικό και ματαιόδοξο υποκείμενο γεμάτο αυτοεπιδοκιμασία και μελετημένη προσποίηση. Το Αντικείμενο επινοήθηκε για να πάρει αξία η ύπαρξή μας και η Φροντίδα νιώθει βαθιά τη σπουδαιότητα της αποστολή της ή υποκρίνεται πως νιώθει γι’ αυτό φαίνεται ευχαριστημένη απ’ τον εαυτό της είναι πολύ ανθρώπινη για να μην είναι. Η Φροντίδα περπατάει στο δρόμο σταθερά και πάνωθέ της ο ουρανός λιμνάζει ανέκφραστος. Στην πόρτα του μαγαζιού του ο μαναβάκος κρεμούσε διακοσμητικά καλοπλεγμένες σκορδοπλεξούδες. Δίπλα του ο σκύλος ανατρίχιασε σύγκορμος τον τάραξε η παρουσία της Φροντίδας στον δρόμο κι οι τρίχες του σβέρκου του πετάχτηκαν αγκάθια και το γρύλισμά του φανέρωσε κρυφές υποψίες. Ο μαναβάκος κοίταξε χαμογελαστά κι έσκυψε και μίλησε ερεθιστικά στο νευριασμένο αδέλφι του καταπώς ήξερε (είναι αληθινά αξιοκτίμητο να γνωρίζει κανένας ξένες γλώσσες και μάλιστα τέτοιες γλώσσες. Γιατί σκέψου: ο Πυθαγόρας που πίστευε σαν σοφός που ήταν στην μετεμψύχωση έλεγε πως τα ζώα ήταν κάποτε άνθρωποι πως έχουνε ψυχή ανθρώπινη σχετικά αλλαγμένη κι ένας θαρρώ σοφός απ’ τον Ακράγαντα είπε πως ήτανε παλιά θάμνος και ψάρι κτλ. Ε λοιπόν να μιλάς μ’ έναν αλλόγλωσσο άνθρωπο είναι πράγμα συνηθισμένο και φυσικό και να μιλάς να ξέρεις να μιλάς με όντα που πήδηξαν έξω από το χρόνο σου από την σειρά σου που δέχτηκαν τόσο βαθιά και φανερά την αλλαγή που διέταξε ο άγνωστος νόμος –ε αυτό είναι πολύ σοβαρό κι έχει μεταφυσική σημασία. Τον εκτιμάω πολύ τον μαναβάκο εγώ). Τώρα ο σκύλος γάβγιζε κι η Φροντίδα αβέβαιη κι αγαναχτισμένη και τρομαγμένη ένιωσε την αξιοπρέπεια της να λιποθυμάει κι έριξε μια κρύα ματιά κάτω απ’ το αγέρωχο φρύδι της στον μαναβάκο που εξακολουθούσε τη διασκέδασή του μιλώντας διεγερτικά στην ορμή του σκύλου. Προχώρησε μ’ αστάθεια να προσπεράσει κι αυτός ο κλονισμός της ο καταφάνερος πίσω απ’ την προσπάθεια να καλυφθεί δισταγμός άγγιξε την διαίσθηση της γυναίκας που φάνηκε στο αντικρινό παραθύρι. Ήτανε μια μεγαλοκοπέλα κι είχε κάποτε έναν πατέρα παλιό ψάλτη που κάθε βράδυ τον μάζευε από την ταβέρνα χαμένο κορμί. Όμως φροντίζοντάς τον είχε χαρά βαθιά κάτι πιο ίδιο τα αίσθημα μιας αίσιας δροσιάς μπορεί κι ανακούφιση. Περίεργο μα πραγματικό – η φροντίδα της στραμμένη στο πρόσωπο του πατέρα της ξαναγύριζε ράντιο ρεφλέξο στον εαυτό της και προσφερόταν στα συντηρημένα μέσα της αγαπημένα είδωλα μιας βαλσαμωμένης αφανέρωτης νιότης. Μη τα μπερδέψεις όλα τούτα με χριστιανικές φιλανθρωπίες και καθήκον προς τους γονείς γιατί είναι πολύ ανθρώπινα και λεπτοκαμωμένα και δε θα τα αντέξουν. Τον φρόντιζε λοιπόν το γέρο της και θα τον είχε ακόμα γιατί ήταν γερό κόκαλο αν δεν γεννιότανε στη θολή σκέψη του η φοβερή υποψία πως ο παρθένος άγγελος που έστειλε ο κύριος ημών επιταυτού για να τον πάρει από τη ζωή είχε πέσει στο μεγάλο πηγάδι της αυλής γιατί τη νύχτα όλα εκεί ήταν θεοσκότεινα. Άκουγε τον χτύπο των αγγελικών φτερών πάνω στις υγρές πηγαδόπετρες κι αναταραζόταν κι η καρδιά του βροντούσε και ξυπνούσε την κοπέλα και την ξόρκιζε να βγει έξω και να τραβήξει τον άτυχο απεσταλμένο επάνω. Εκείνη η κακομοίρα δεν το αποτολμούσε γιατί φοβόταν το σκοτάδι μα μια φορά που αναθάρρησε κι ετοιμάστηκε την πρόλαβε στο κατώφλι ο γέρος μετανοιωμένος κι απ’ τη φρίκη παγωμένος που πήγαινε να του φέρει η ίδια το χάρο που άνοιγε η ίδια το παιδί του στον δαίμονα του πηγαδιού την πόρτα του σπιτιού του άπονη κόρη άπονη κι αχάριστη κλάμα σπαραχτικό. Η ιστορία τραβούσε σε μάκρος τι μπορεί να σοφιστεί μια θολωμένη κρίση ένα θρυμματισμένο λογικό. Ώσπου μια νύχτα βγήκε μονάχος κι έσκυψε στο πηγάδι σιγά-σιγά πρώτα φοβισμένα ύστερα περίεργα ύστερα έκπληκτα κι έπεσε μέσα και πάει. Κι η κοπέλα ησύχασε μονάχα που επειδή καθώς το ’παμε ήθελε να ’χει κάποιον μπροστά της να τον φροντίζει έπιασε μια γάτα από κείνες τις πρόστυχες που γυρνάν από αυλή σε αυλή κι έδεσε στο βρόμικο λαιμό της ένα κατακόκκινο κορδελάκι και την θρόνιασε αφέντρα στο κρύο σπιτικό της. Λοιπόν αυτή η γυναίκα πρόβαλε στο παράθυρο. Έβρισε σπρωγμένη από τη συμπάθειά της για την άγνωστη ομορφογυναίκα με το στητό κορμί και δεν θα πω βέβαια τι είπε δεν είναι απαραίτητο. Ο μαναβάκος αγρίεψε και τη συμβούλεψε να πέσει στο πηγάδι σαν τον πατέρα της. Ευχαριστήθηκε με τα λόγια του που ήταν έξυπνα και σπιρτόζικα σε συμβουλεύω κερά μου να γκρεμιστείς στο πηγάδι σαν τον ξεμωραμένο τον τρέλλακα τον γέρο σου – ήταν περήφανος γιατί ήταν έξυπνος κι απαντούσε καταπώς έπρεπε. Η Φροντίδα μάκρυνε κι ο σκύλος γαλήνεψε.
[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]