Με ντύσαν με λεπτά λινά από αργαλειούς. Χειροποίητα υφάσματα κι από πάνω έριξαν έναν βαρύτιμο χρυσόν βυζαντινό μανδύα. Με σκέπασαν με χώμα που η Ελένη είχε φέρει μέσα σ’ ένα πιθάρι. Ήταν ένα χώμα πολύ λεπτό σαν κοσκινισμένο. Ανακατωμένο με ρίζες αρωματικές μικρούς καρπούς και τριμμένα ξερά φύλλα που ευωδίαζαν. Σαν μ’ ένα σεντόνι εαλφρύ από χώμα με σκέπασαν ολόκληρον. Μονάχα το πρόσωπό μου το άφησαν έξω στον αέρα (09η συνέχεια από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο Εχθρός του Ποιητή, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1990 - ARTbyGrimshawJohn
Στις ακτές της Μικράς Ασίας με την νοικιασμένη πομπή
-9-
Σε λίγες ώρες φάνηκαν οι ακτές της Μικράς Ασίας. Το πλοίο γέμισε εκνευρισμό και βιασύνη και μονάχα η Έρση αδιάφορη. Δεν έφευγε από δίπλα μου συνέχιζε κι έλεγε
Τότε
ναι στάθηκα στην άμμο της θαλάσσης
βλέποντας πίσω και πέρα από την βαθιά ακτή
την γενέθλια γη μου να αναθρώσκει
ατμοί τα ασημωμένα μνημεία της
Όλα αγιάζονται στο φως
ό,τι για πάντα θεμελίωσε αυτή η νύχτα
νύχτα που πλέω σ’ ατελείωτα νερά
με ψαλμούς ανεξήγητους φτάνω
Στην Τουρκία πήραν αυτοκίνητα.Τέσσερα μεγάλα τζιπ και έξι αδειανά πούλμαν. Εμένα πάνω σ’ ένα φορείο μ’ έβαλαν στο πρώτο τζιπ. Οδηγούσε ο Δώρος και δίπλα του καθόταν η Ελένη. Η Έρση πάντα κοντά μου πίσω. Περνούσαμε από άθλια φτωχά χωριά και κάποτε σταματούσαμε. Σε λίγο τα πούλμαν είχαν γεμίσει από Τούρκους χωριάτες. Ο Δώρος έκαμνε τις συμφωνίες. Τους πλήρωνε με δολάρια. Οι Τούρκοι ευχαριστημένοι φώναζαν και γελούσαν μέσα στα πούλμαν ώσπου κάποιος Έλληνας να τους μπήξει την φωνή. Τότε σώπαιναν και οι πιο ηλικιωμένοι σηκώνονταν και αυστηρά επέβαλλαν σιωπή. Χαστούκιζαν τα παιδιά που ζάρωναν στο κάθισμά τους. Προχωρούσαν με την νοικιασμένη πομπή μέσα στα όμορφα τοπία της Ιωνίας.
Παντού ερείπια θεάτρων και ναών αρχαίων και πρωτοχριστιανικών μεγάλα στρογγυλά μάρμαρα από πεσμένους κίονες.Σπασμένες σβησμένες ελληνικές επιγραφές ανάμεσα σε άγριους θάμνους και σε πανύψηλα χόρτα. Πίσω από τα ερείπια αναδεύονταν παλιές φυλές Τουρκομάνων. Είχαν ένα πολύ χοντρό βαρύ σώμα και τα πόδια τους πάρα πολύ μακριά και λιγνά. Σαν των ακριδών υψώνονταν και δίπλωναν ψηλότερα από το κεφάλι τους. Κινιόνταν με μεγάλη δυσκολία και η χοντρή βαριά κοιλιά τους σερνόταν στο χώμα. Είναι ακίνδυνοι είπε ο Δώρος είναι πολύ δυσκίνητοι. Επρόβαιναν πίσω απ’ τις γκρεμισμένες στήλες κι αργά αποτραβιόνταν και κρύβονταν.
Την τέταρτη ημέρα έφτασαν σ’ ένα μικρό οροπέδιο κι εκεί σταμάτησαν. Απόθεσαν το φορείο στο κέντρο του πλατώματος. Ήταν απόγευμα σε λίγες ώρες ο ήλιος θα έδυε. Η Ελένη με τον Δώρο και την Έρση με έγδυσαν. Μ’ έπλυναν με ζεστό κρασί. Οι πληρωμένοι συνοδοί γελούσαν. Ύστερα πήραν θάρρος επειδή η Ελένη και οι άλλοι δεν τους έδιναν σημασία αμίλητοι φρόντιζαν το σώμα μου. Άρχισαν να φωνάζουν μελοδραματικές κραυγές παράφωνου υποκριτικού θρήνου.
Με ντύσαν με λεπτά λινά από αργαλειούς. Χειροποίητα υφάσματα κι από πάνω έριξαν έναν βαρύτιμο χρυσόν βυζαντινό μανδύα. Με σκέπασαν με χώμα που η Ελένη είχε φέρει μέσα σ’ ένα πιθάρι. Ήταν ένα χώμα πολύ λεπτό σαν κοσκινισμένο. Ανακατωμένο με ρίζες αρωματικές μικρούς καρπούς και τριμμένα ξερά φύλλα που ευωδίαζαν. Σαν μ’ ένα σεντόνι εαλφρύ από χώμα με σκέπασαν ολόκληρον. Μονάχα το πρόσωπό μου το άφησαν έξω στον αέρα.
Παρουσιάστηκε βγήκε από τους Τούρκους ένας μεγαλόσωμος άνδρας. Φορούσε ένα στρατιωτικό αμπέχονο και κρατάει στην αγκαλιά του μια νεαρή πολύ όμορφη Τουρκάλα. Δεν μπορεί να περπατήσει και πάντα εκείνος την κουβαλάει. Τα πόδια της κρέμονται νεκρά με χοντρές μπεζ κάλτσες που φοράν οι γριές για να μην κρυώνουν. Έχει ένα μεγάλο κεφάλι με πλούσια κατάμαυρα μαλλιά μακριά. Τα τεράστια μάτια της είναι βαμμένα και το στόμα της παχύ κι ερωτικό. Κοιτάζει σαν βασίλισσα τον κόσμο κι αρχίζει να τραγουδάει ένα υπέροχο τούρκικο μοιρολόι. Όλοι σώπασαν. Η βαθειά φωνή της και το τραγούδι τους συνεπήρε.
Μερικοί εδάκρυσαν κι άλλοι κλαίγαν. Μονάχα οι δικοί μου σφιγμένοι και κλειστοί σώπαιναν ακίνητοι. Ύστερα από τους χωριάτες ξεχώρισαν δώδεκα Τούρκοι κι ήρθαν και στάθηκαν μπροστά μου. Κατάγονταν από την Κρήτη. Πριν από τρεις αιώνες τους είχε μεταφέρει και τους είχε εγκαταστήσει εκεί ο Σουλτάνος. Άρχισαν να χορεύουν έναν βαρύ ακίνητο όρθιο χορό που χόρευαν τον μεσαίωνα οι Κρητικοί στις κηδείες.
Τι θλιβερά είναι όλα αυτά είπε ξαφνικά η Ελένη νευρικά μίζερα. Ας τελειώνουμε. Ντρέπομαι. Εβράδυαζε. Άρχισαν να φεύγουν. Ερήμωσε ο τόπος κι έμειναν μονάχα η Ελένη η Έρση κι ο Δώρος. Η Έρση με πλησίασε κι έσκυψε το πρόσωπό της επάνω στο δικό μου. Άρχισε να γελάει. Μ’ έναν αχρείο χλευασμό σφάδαζε από το γέλιο. Μετά το γέλιο της έγινε ένα βουβό δυστυχισμένο κλάμα και τα δάκρυά της έβρεχαν το πρόσωπό μου. Ήξερα πως δεν έκλαιγε για μένα αλλά για τη ζωή της. Μύριζε αλκοόλ ήταν πολύ μεθυσμένη. Η Ελένη ήρθε κοντά της την τράβηξε να φύγει. Η Έρση σηκώθηκε απότομα και είπε. Με οργισμένη απελπισία που δεν είχε όμως σχέση με τα λόγια της. Αλλά και σαν από εκδίκηση είπε κολλώντας το πρόσωπό της στο πρόσωπο της Ελένης από καιρό. Από πολύ καιρό τίποτε πια.
Τίποτε πια δεν θα κάνει τους ανθρώπους να λάμπουν είπε με σπαραχτική ικανοποίηση. Η Ελένη την χτύπησε βάναυσα στο πρόσωπο και η Έρση τινάχθηκε πίσω έπεσε καταγής. Έμεινε για λίγο σωριασμένη αγκομαχώντας. Ύστερα σηκώθηκε γρήγορα κι έτρεξε μακριά. Η Ελένη μου λέει χωρίς να σκύψει φεύγω τώρα. όρθια και η φωνή της μακρινή και κουρασμένη σου αφήνω τον Δώρο. Θα σε φροντίζει. Αυτή είναι η δουλειά του. Είναι βοηθός των θαμμένων. Θα σε φροντίζει καλά. Τον έχω πληρώσει διπλάσια απ’ όσα παίρνει.
Εγώ πάω να πεθάνω τον δικό μου. Ατέλειωτο θάνατοαπομακρύνθηκε έφυγε. Πιο μακριά την περίμενε η Έρση χάθηκαν μαζί. Άκουσα το αυτοκίνητο που ξεκίνησε. Ο Δώρος τακτοποίησε τα πράγματά του σαν έμπειρος στρατιώτης. Άφησε αναμμένους δυο δυνατούς προβολείς. Ξάπλωσε στην γη και κατάκοπος κοιμήθηκε.
Ήρθαν ημέρες και νύχτες και άλλες μέρες.Ο Δώρος με φροντίζει χωρίς να μιλάει. Καθαρίζει το σώμα επάνω μου το στρώνει μαλακά. Απαλά πλύνει το πρόσωπό μου με αρωματισμένο νερό. Όταν πλησίαζε την τρύπα της πληγής πρόσεχε σαν να φοβόταν μην πονέσω. Με μια ευγενική ευσυνειδησία έκαμνε τη δουλειά του. Περπατούσε αθόρυβα ούτε κι εγώ άκουγα το περπάτημά του. Φυλαγόταν μην τον ακούσει ο θάνατος. Άκουγε πάντα από το τρανζίστορ το epitaph. Δεν είναι για μένα η φροντίδα του είπα. Πληρώθηκε γι’ αυτήν.
Κι ο έρωτας της Ελένης Ξένου. Δεν ήταν για μένα. Γι’ αυτό που εγώ είμαι. Και η ζωή μου. Ό,τι έζησα δεν ήταν για μένα. Τίποτε δεν ήταν για μένα. Τίποτε δεν μου δόθηκε γι’ αυτό που εγώ ήμουν. Ένας μικρός αέρας φύσηξε από πάνω μου κυμάτισε το χώμα που με σκέπαζε. Τα αισθήματα των νεκρών γίνονται ταπεινοί ανακλαδισμοί της φύσης και είπα αυτό το φύσημα είναι ανακούφιση. Λύτρωσή μου και η ελευθερία μου που τίποτε δεν ήταν για μένα και τίποτα δεν χρωστούσα σε κανέναν γι’ αυτό που πραγματικά ήμουν για ό,τι μου δόθηκε για ό,τι έζησα.
Και σε κανέναν άνθρωπο τίποτε δεν του δόθηκε.Τίποτε δεν ήταν γι’ αυτό που πραγματικά είναι και ό,τι έζησε δεν ήταν γι’ αυτό που αληθινά είναι. Ο Δώρος ήρθε και ίσιωσε με επιμέλεια τα ακίνητα κύματα του χώματος. Επρόσεξα το κεφάλι του έτσι καθώς διαγραφόταν καθαρά πάνω στον λευκό πεθαμένο ουρανό του σούρουπου. Ήταν ένα κεφάλι τέλεια ελληνικό. Τα σγουρά μαλλιά και το κάθετο μέτωπο. Η λεπτή ευθεία μύτη που στην ρίζα της είχε ένα μικρό κύρτωμα. Τα μικρά ευαίσθητα χείλια και το στρογγυλό μαλακό πηγούνι. Εκείνη η καμπύλη που το ένωνε με τον όρθιο λαιμό και σκέφτηκα ώστε υπάρχουν οι Έλληνες. Κι αισθάνθηκα πρώτη φορά στην ζωή μου και μέσα στον θάνατό μου. Πρώτη φορά αισθάνθηκα την γη όπου επλάγιαζα μονάχα τη γη δική μου.
Ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του και η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Γιατί η Ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία, γι’ αυτό αφανίζεται από κάτι που δεν έχει αιτία. Ποίημα, πάλι, είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του Ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό – Γιώργος Χειμωνάς Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990)