Πρόσεξε, είπε αυτός που έμοιαζε με θαυματοποιό λαϊκού πανηγυριού, θα σου δείξω τη ζωή! Η αλήθεια είναι πως, έτσι καθώς ονειροπολούμε με αχαλίνωτη διαστροφή, υπάρχει μια Δύναμη τυφλή, μυριοπρόσωπη που διαποτίζει την ύλη και την κινεί και η δύναμη γίνεται νέα ζωή, αυτόνομη και από αμέτρητο τώρα χρόνο η τρέχουσα αυτή δύναμη χύνεται από τη μια γενιά στην άλλη κι ένας πλατύς ποταμός που ρέει από τους αστείρευτους κρουνούς του χάους…
[Γράφω ένα βιβλίο που με αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατο»: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ιδού:]
Ο πεισίστρατος κι εγώ που τον κοιτάζω Τα μικρά σκοτεινά μάτια παίζουν, μια δύναμη σπιθίζει μέσα τους.Τα μάτια. Όλα τα άλλα χαμένα σ’ ένα ωχρό βάθος. Είμαστε στο δωμάτιό του, σ’ ένα παλιό σπίτι γεμάτο αμίλητους ανθρώπους, κοντά στη ροτόντα.
Πρόσεξε, λέει, θα σου δείξω τη ζωή.
Πήρε το καπάκι μιας μπομπονιέρας από βάφτιση που, ποιος ξέρει πώς, βρέθηκε πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο βρώμικο μελανοδοχείο – ήταν από πλαστική ύλη, διχτυωτό σαν σκέπασμα καλαθιού, μ’ ένα μωρουδίστικο πρόσωπο στην κορυφή με φουσκωμένα μάγουλα. Τούτο το ασήμαντο και φτηνό πράγμα το ακούμπησε πάνω στην πυρωμένη σόμπα.
Έμοιαζε με θαυματοποιό λαϊκού πανηγυριού.
-Δες.
Σαν κάποιο αίμα να κύλησε μέσα στις άψυχες φλέβες του κακάσχημου εκείνου αντικειμένου:οι βραχίονές του φρίκιασαν στην αρχή κι ύστερα συσπάστηκαν απότομα. Το υπερβολικό πρόσωπο της κορυφής έκανε ένα αστείο μορφασμό και το διχτυωτό χωρίστηκε σε στρεβλές γραμμές που μπλέκονταν κι άλλαζαν σχήμα σε κάθε στιγμή – τώρα ήταν σαν αράχνη που ύφαινε τον ιστό της. Μια αποπνικτική μυρωδιά γέμισε το χώρο και το πράγμα σπάραζε στάζοντας και τσιρίζοντας κι απόμεινε στο τέλος βουβό, άμορφο.
Η φωνή του Πεισίστρατου έτρεμε από θρίαμβο.
-Η ζωή! Τούτο το «άψυχο» φτηνόπραμα παίρνει ζωή, έτσι, απλά κι αυτόματα, κινείται μοναχό του (πώς έμοιαζε: σαν αράχνη που της κάρφωσαν το κορμί στο χώμα), κινείται καθώς θερμαίνεται, μόλις δεχθεί την επίδραση ενός παράγοντα που κείται έξω από τη φύση και την στάση του.
Έχω δυο στοιχεία που μ’ αυτά μπορώ να κάνω ζωή. Τον παράγοντα και την ύλη. Η ύλη δεν είναι ποτέ άψυχη,μέσα της παραμονεύει μια ψυχή ακίνητη, που έχει φύσει τη δυνατότητα ν’ απαντήσει στην εξωτερική δύναμη ή κατάσταση, δηλαδή στον παράγοντα. Το υλικό της μπομπονιέρας είναι ευαίσθητο στη θερμότητα και γι’ αυτό της απαντά κινούμενο, ζώντας. Η κίνηση αυτή θα έλειπε αν έβαζα πάνω στη σόμπα ένα υλικό ανθεκτικό στη θερμότητα, ένα κομμάτι σίδερο: αναίσθητο στην πύρωση, θα έμενε ακίνητο κι ανάλλαχτο. Ζωή είναι κάτι πλατύτερο κι αοριστότερο από αυτό που νομίζουμε, είναι η ίδια η ύληπου αυτή η ύλη
-Βρωμάει. Άνοιξε το παράθυρο.
-Αυτή η ύλη δεν έγινε ποτέ. Υπήρχε πάντα. Πάντα. Πάντα. αυτό το πάντα και κανένα πάντα δεν χωράει στο κρανίο μας. Ας το αφήσουμε απ’ έξω.
Αβοήθητος ο Πεισίστρατος καθώς εγώ με κακία σώπαινα, άρχισε να μιλάει. Απαντώντας σε αόριστες ερωτήσεις φώναζε κι έτρεχε μέσα στο δωμάτιο.
Η αλήθεια είναι μια κι είναι απλότατη, απλότατη, το αισθάνομαι πως θα ’ρθει η στιγμή, έρχεται αυτή η στιγμή.Αφού είναι αδύνατο ν’ αγγίξουμε την απλότητα της αλήθειας έτσι καθώς ονειροπολούμε με αχαλίνωτη διαστροφή, αφού δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ Θεός, υπήρχε κι υπάρχει ένας πυρήνας μέγιστης κι αδαπάνητης φυσικής δύναμης κρυμμένος σε κάποιο μακρινό μετακόσμιο, μία Δύναμη τυφλή, μυριοπρόσωπη, απόλυτα κι αποκλειστικά υλική, δηλαδή είναι δύναμη σε σχέση με την ύλη μονάχα, κι αυτή η δύναμη η ανήθικη, η ανεγκέφαλη που διαποτίζει την ύλη που την κινεί κι η περιορισμένη δύναμη της ύλης του δικού μας κόσμου, που είναι μια κάπως αρμονική μορφή της παγκόσμιας τυχαιότητας – αχα! αυτό σε ξάφνιασε, το είδα, όμως το τυχαίο μπορεί και δημιουργεί σπάνιες τελειότητες, άψογες, σε μια τυχαία διασταύρωση δύο ευθειών θα γεννιούνται πάντα δύο απόλυτα κι αδιάψευστα ίσες, οι πιο ίσες, κατακορυφήν γωνίες, να μια απόδειξη περί τυχαίου, αλλά αυτή η περιορισμένη δύναμη της ύλης μας είναι μια προέκταση της παντοδύναμης κι ανεξάντλητης αυτής Ούσας μέχρις εμάς, φθάνει ξεθυμασμένη μέχρις εμάς, διαπερνά τα μόρια μας, μεταλλάζει σε αρίφνητες μορφές ζωής, η κολοσσιαία φωτιστική δύναμη του ήλιου γίνεται χλομάδα φεγγαριού κι η θερμότητα της σόμπας ζωντανεύει αυτό το γελοίο πράγμα, αλλά εκείνο που είναι συγκλονιστικό είναι η αναπαραγωγή της ζωής, η αναπαραγωγή της ύλης μας, της καλούμενης έμψυχης, πρέπει να λογιστεί σαν φανέρωμα μιας περισσεύουσας ποσότητας δύναμης και η δύναμη που μας κινεί, μας γεμίζει, πιέζει τα σύνορα της αυστηρά κλειστής μας οντότητας, τα διαρρηγνύει μια κι ο χώρος μας της είναι ανεπαρκής, να αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στο έμψυχο και το άψυχο, ότι ο χώρος στο πρώτο είναι ανεπαρκής στη δύναμη, στο δεύτερο όχι, και η δύναμη γίνεται νέα ζωή, αυτόνομη κι από αμέτρητο τώρα χρόνο η τρέχουσα αυτή δύναμη χύνεται από τη μια γενιά στην άλλη κι ένας πλατύς ποταμός που ρέει από τους αστείρευτους κρουνούς του χάους, πώς το πλούσιο αυτό νερό να λιμνάσει σε μια μικρή στέρνα που είναι η κάθε γενιά;
[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]