Διαλύθηκαν οι κατηγορίες των ανθρώπων. Ορύχθηκε ο κόσμος. Οι ουσίες θα γίνουν ανεξάρτητες. Τότε θα απομονωθεί η ουσία των ανθρώπων και θα δέσει. Άταχτα θα ενωθούν τα σώματα και θα σχηματιστεί ένα ακανόνιστος σβώλος. Στην αρχή η ένωση θα είναι ατελής. Έμειναν άνθρωποι να ακολουθούν τους ενωμένους. Όπως στα παλιά χρόνια οι εμβρόντητες οικογένειες των πολεμιστών ακολουθούσαν τον πόλεμο όπου επήγαινε. Άνθρωποι ξεμοναχιασμένοι θα ακολουθούν το δύσκολο κι αργό κύλισμα του όγκου των σωμάτων. Τότε θα δεις έναν άνθρωπο να ακολουθεί τον άλλον ενωμένο. Του καθαρίζει το πρόσωπο κι ο άλλος να φωνάζει το πρόσωπό του να γίνεται ένα λέπι κι αυτό το στόμα του ανθρώπου που έβγαζε στη θάλασσα… [αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ, εκδόσεις Κέδρος 1979 – ARTbyanja millen]
Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους που ήταν αλειμμένοι μ’ ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκώνονταν και εξείχαν σα να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν κρέμονταν από τους τοίχους. Αργά κατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαριά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως. Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα! Ιδού…
ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ. Ένας λαός εφάνηκε σαν τους δωριείς.Τελευταίο έθνος ανθρώπων πέρασε τον ορίζοντα και παρουσιάστηκε. Είναι χτίστες από την Ξάνθη. Νύχτες που κράτησαν όσο γενιές αφογκράζονταν τους σεισμούς κι ελάτρεψαν την τέχνη των σπιτιών. Από πανάρχαια παράδοση οικογένειες από σπουδαίους τεχνίτες. Νομάδες που ποτέ δεν κατοικούν κι όλο φεύγουν. Εκεί όπου τους καλούν κι από φήμες έμαθαν να τους καλούν να χτίσουν κι ακριβοπληρώνονται. Η χώρα αυτή ρημάχτηκε και κάλεσαν τους χτίστες για να ξαναχτιστεί. Οι χτίστες έφτασαν εδώ κι είναι ειδοποιημένοι. Άκουσαν και εδέχτηκαν παραγγελίες. Συμφώνησαν για ένα χτίσιμο και ήρθαν. Μέρες και νύχτες δούλευαν κι όλες μαζί οι οικογένειες των χτιστών να κουβαλούν με βιασύνη. Όσοι πεθαίναν πάνω στη δουλειά τους έθαβαν μακριά κι εκείνα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ τα θανατώσαν. Έφευγαν για τις μακρινές κηδείες και πάλι εξανάρχονταν το βράδυ και δουλεύαν. Έτσι εστήθηκαν παντού μεγάλα οικοδομήματα με σκαλιστές προσόψεις και κάμαρες απανωτές σε να γεννούσε η μια την άλλη για πολλά σόγια ανθρώπων και θόλοι από κρύσταλλο. Τώρα οι χτίστες τέλειωσαν και γιόρτασαν ανάβοντας φωτιές. Χόρεψαν πάνω στα κάρβουνα και μούγκριζαν και εκλαίγαν. Φύγαν και χάθηκαν. Άδεια τα θεώρατα σπίτια κι ένας αέρας από κρύον ήλιο σφαλά τα μεγάλα παράθυρα και πάλι τα ξανάνοιγε. Οι θόλοι με τριγμούς να συγκρατούν το φως. Μη χυθεί μέσα και περιχύσει και μια βαριά αναπνοή από το σκαμμένο χώμα. Ορθάνοιχτα κι αδειανά εκείνα τα σπίτια στέκονται τώρα αδειανά και μοναχά η ηχώ των τραγουδιών της Θράκης
Πόσος καιρός επέρασε από το νερό; Ήσυχα ρώτησε ο κήρυκας. Έγειρε κι εκοιμήθη.
[Μια απροσδόκητη αναγέννηση φύσηξε απότομα πάνω από σφαγές λαών κι αδιάφορη για τις σφαγές. Θα παρουσιαστεί με τη βία όπως η καταστροφή σαν εξουσία δόξας. Εκεί που όλα τελειώναν των ανθρώπων προτού το τέλος ο κόσμος ετελείωνε αρχινώντας. Αλλά οι άνθρωποι αποστρέφονται αυτή την τελευταία Αναγέννηση. Σφαδάζουν και δοξάζονται υποφέροντας. Η αναίτια Αναγέννηση ανασηκώνει από κάτω τους ανθρώπους σαν στέψη λογχισμένων. Μια αφύσικη αναζωογόνηση θα τους διεγείρει. Αλλά η μοίρα των ανθρώπων αντιστέκεται. Η φύση τους συντρίβεται κι έτσι ρημαγμένη υψώνεται. Από τη σύμφυρση τέλους κι αρχής. Από την εναντίωση των ανθρώπων γεννιέται ο εξής αιώνας οι άνθρωποι όρθιοι- Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ]