Ο λόγος είναι πάντοτε μια αυτοδίδακτη λειτουργία:Πιστεύω ότι η μοίρα του δημιουργού είναι να εκλείπει ως συγκεκριμένο άτομο, το έργο του να εκτοπίζει και να καταργεί την, εκτός τέχνης, υπόσταση και πραγματικότητά του. Το έργο αναπτύσσεται εις βάρος του εαυτού, ο συγγραφέας δεν υπήρξε ποτέ, αντί γι’ αυτόν υπάρχουν αυτά που έγραψε. Αυτή η ταύτιση γραφής και ατομικής ζωής, αυτή η κυριάρχιση της γραφής ως του μοναδικού τρόπου ζωής εξηγείται αμέσως από το βασικό γεγονός ότι η κάθε ημέρα μου είναι πάντοτε μία από την αρχή επανάληψη της ιστορίας μου – τίποτε δεν έμαθα, τίποτε δεν διδάχθηκα, καμιά μνήμη δεν με βοηθά, πρέπει, πάντα ν’ αρχίζω τη ζωή μου. Πρέπει, λοιπόν, να αρχίζω και το λόγο μου. Κάθε φορά που γράφω, πρέπει ν’ ανακαλύπτω τη γλώσσα, πρόκειται πάντοτε για μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση του τρόπου να κοινωνώ «εκ του μηδενός» με τον κόσμο, πρέπει απ’ την αρχή να μάθω, γιατί κανείς δεν με δίδαξε, πώς να μιλώ προς αυτόν και γι’ αυτόν. Η γλώσσα του ανθρώπου είναι θλιβερά κατάφορτη από λεκτικούς αυτοματισμούς – και ο δικός μου τρόπος να μιλώ είναι να τους διαλύω, για να μπορεί να λειτουργεί χωρίς εμπόδιο η ουσιώδης πραγματικότητα της γλώσσας, που είναι η συνείδηση. Μιλώ σημαίνει μαθαίνω να μιλώ – και η αγωνία μιας τέτοιας, περίπου καθημερινής μάθησης κάνει να ατονούν οι χαρακτηρισμοί της ερώτησής σας [αποσπάσματα από συνέντευξη του Γιώργου Χειμωνά που δημοσιευτηκε στη ΛΕΞΗ τεύχος 42 με τίτλο ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ με ΚΛΙΚ όλη η πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη]
[Έληξε η αμφισβήτηση. Απαφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε «πρωτοπορίας» Μια οργιαστική Σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος, πόσον Αμίλητο Φόνο κουβαλάει μέσα του. Θα έρθουν παιδιά, έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για το Συναγερμό του νέου Λόγου. Για λέξεις, δηλαδή, που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. Φοβηθείτε τους!]
ΕΡΩΤΗΣΗ: Σε όλα σας τα βιβλία ένας βυθοκόρος σκαλίζει τον πυθμένα της ανθρώπινης ψυχής και ανασύρει υλικά από το συνειδητό και το ασυνείδητο, με μια αφήγηση που συχνά καταργεί τους νόμους της γραμματικής λογικής, ακόμα και τους κανόνες του συντακτικού τυπικού. Αυτή η εξάρθρωση των συμβατικών λεκτικών δομών είναι ένα τυχαίο αποτέλεσμα της εγκατάλειψής στη φορά κάποιων αυτόματων συνειρμών ή, αντίθετα, μια εμπρόθετη προσπάθεια ανασύνταξης του γλωσσικού κώδικα, προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη εκφραστική του απόδοση;
Απερίφραστα απαντώ: είναι εμπρόθετη προσπάθεια.Ποτέ δεν θα αφηνόμουν σε «αυτόματους» συνειρμούς, καθόλου δεν τους εμπιστεύομαι, ασφαλώς όχι γιατί είναι αποκαλυπτικοί, τουναντίον, αλλά γιατί είναι κενοί. Ο λόγος, η γλώσσα είναι ένα τέχνημα, ένας εντελώς αυθαίρετος και στο έπακρο επινοημένος, κατεργασμένος τρόπος εννοιοκρατίας – κάτω από τη φαινομενική στερεοτυπία του πάλλονται πολλαπλές, μικτές, σύνθετες, εύθραυστες ψυχονοητικές ισορροπίες. Είναι ανυπολόγιστης οξύτητας οι μηχανισμοί διαφάνειας και εγρήγορσης που κινητοποιούνται για να αρθρωθεί ακόμα και ο πιο συμβατικός λόγος. Ό,τι στην ερώτηση σας εννοείτε ως «εξάρθρωση συμβατικών λεκτικών δομών» δεν είναι καθόλου εξαρθρωμένο – χωρίς, φυσικά, να είναι και ψυχρά κατασκευασμένο. Είναι τόσο πελώριο το περίσσευμα των σημασιών που παραμένουν μετέωρες, φωσφορίζουσες, ερεθισμένες μετά την εκφορά του εφικτού, κατ’ ανάγκη, συμβατικού λόγου που τις αφορά, τις υπαινίσσεται, ώστε αυτό που μοιάζει εξαρθρωμένο να μην είναι παρά οι σχισμές αναπνοής στον συμπαγή μικρόσωμο ιστό της ομιλίας.Ωστόσο η ερώτησή σας θίγει το πολύ σημαντικό θέμα της αναγκαιότητας μιας, κατά έναν διανοητικό, «εγκεφαλικό» τρόπο, ελεγξιμότητας της πράξης της γραφής.Γιατί, πραγματικά, είναι αδιανόητη η μεταχείριση μιας κατ’ εξοχήν συγκινησιακής ύλης, που είναι η ύλη της τέχνης, χωρίς την απαραίτητη βοήθεια μιας, όσο γίνεται νηφάλιας, ψύχραιμης, εσκεμμένης κατεργασίας της. Οι ζωές των δημιουργών είναι συχνά τραγικές, τυραννισμένες – και έτσι ήταν πάντα, ο καιρός για την τέχνη είναι πάντα δύσκολος και μικρόψυχος. Αλλά η πράξη της γραφής πρέπει να τελείται σε κατάσταση ησυχίας, διαύγειας, ήρεμης φροντίδας – και τα άγχη αυτής της πράξης είναι, θαρρώ, μικρά, αναπόφευκτα άγχη πραγματοποίησης, εκτέλεσης. Και σ’ αυτή την περίοδο της επώδυνης, ταραγμένης αγραφίας θέλω να σταθώ, που προηγείται της πράξης της γραφής – και εκπνέει με αυτήν. Αυτή είναι η κυρίως γραφή: τα βιώματα, τα διανοήματα, οι πράξεις και τα συμβάντα, η αλλαγή αισθήσεων, η μεγέθυνση πραγμάτων, η διαστολή συγκινήσεων – όλο αυτό το συγκεχυμένο, άναρχο, απέραντο υλικό ζωής που ο δημιουργός διαπερνά, αυτή η απελπισμένη επίγνωση ότι όλα αυτά προορίζονται για τη γραφή.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Η σπουδή και η επαγγελματική άσκηση της ψυχιατρικής πιστεύετε ότι έχουν επιδράσει αποφασιστικά στη διαμόρφωση των θεματικών αλλά και των υφολογικών χαρακτηριστικών της γραφής σας;
Απερίφραστα όχι. Όσο κι αν δεν μας επιτρέπεται να κρίνουμε τη ζωή μας με υποθέσεις, νομίζω ότι όποιες σπουδές κι αν έκαμνα, όποιο επάγγελμα κι αν ακολουθούσα, η γραφή μου θα είχε πάντα – γιατί, βέβαια, πάντα θα έγραφα, αυτό δεν το συζητώ – τον ίδιο χαρακτήρα. Τώρα, φυσικά, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι Νευροψυχιατρική, με τα μεγάλα της θέματα και τις σημαντικές εμπειρίες της, με προμηθεύει με έναν όγκο ζωής και σ’ αυτήν χρωστώ πολλές εικόνες και σχέσεις ζωής. Ωστόσο, δεν της οφείλω καμιά γνώση αλήθειας επάνω στα ανθρώπινα. Είμαι «πολύ» ιατρός, ώστε να μπορώ να το δηλώνω αυτό ανεπιφύλακτα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Η πυκνότητα και η ελλειπτικότητα του λόγου που εκφέρετε πιστεύετε πως είναι στοιχεία που σας οδηγούν έξω από τα όρια της πεζογραφίας, προς το χώρο της ποίησης ή, έστω, προς μια ενδιάμεση κατάσταση αταξινόμητης «κειμενικής» γραφής;
Ο τρόπος της γραφής μου ενσωματώνεται στο γενικό τρόπο της ζωής μου σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πλεονάζει και να γίνεται τρόπος ζωής. Γιατί πιστεύω ότι έργο και ζωή ενός δημιουργού είναι δυο χωριστά πράγματα, χωριστά και αντίπαλα, που η συνύπαρξή τους επιβάλλει την μείωση αυτού που συνήθως αποκαλούμε «ατομική» ζωή. Πιστεύω ότι η μοίρα του δημιουργού είναι να εκλείπει ως συγκεκριμένο άτομο, το έργο του να εκτοπίζει και να καταργεί την, εκτός τέχνης, υπόσταση και πραγματικότητά του. Το έργο αναπτύσσεται εις βάρος του εαυτού, ο συγγραφέας δεν υπήρξε ποτέ, αντί γι’ αυτόν υπάρχουν αυτά που έγραψε.Αυτή η ταύτιση γραφής και ατομικής ζωής, αυτή η κυριάρχιση της γραφής ως του μοναδικού τρόπου ζωής εξηγείται αμέσως από το βασικό γεγονός ότι η κάθε ημέρα μου είναι πάντοτε μία από την αρχή επανάληψη της ιστορίας μου – τίποτε δεν έμαθα, τίποτε δεν διδάχθηκα, καμιά μνήμη δεν με βοηθά, πρέπει, πάντα ν’ αρχίζω τη ζωή μου.
Πρέπει, λοιπόν, να αρχίζω και το λόγο μου. Κάθε φορά που γράφω, πρέπει ν’ ανακαλύπτω τη γλώσσα, πρόκειται πάντοτε για μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση του τρόπου να κοινωνώ «εκ του μηδενός» με τον κόσμο, πρέπει απ’ την αρχή να μάθω, γιατί κανείς δεν με δίδαξε (ο λόγος είναι πάντοτε μια αυτοδίδακτη λειτουργία), πώς να μιλώ προς αυτόν και γι’ αυτόν. Η γλώσσα του ανθρώπου είναι θλιβερά κατάφορτη από λεκτικούς αυτοματισμούς – και ο δικός μου τρόπος να μιλώ είναι να τους διαλύω, για να μπορεί να λειτουργεί χωρίς εμπόδιο η ουσιώδης πραγματικότητα της γλώσσας, που είναι η συνείδηση.
Μιλώ σημαίνει μαθαίνω να μιλώ– και η αγωνία μιας τέτοιας, περίπου καθημερινής μάθησης κάνει να ατονούν οι χαρακτηρισμοί της ερώτησής σας.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια σχέση πιστεύετε πως διατηρούν με την οικονομία που χαρακτηρίζει την ελληνική γλώσσα οι μονολεκτικοί – πλην ενός – τίτλοι των πεζογραφικών βιβλίων σας;
Οι μονολεκτικοί, συνήθως, τίτλοι μου έχουν τη διπλή σημασία της περίληψης και του ορισμού των κειμένων τους. Όπως το όνομα ενός ανθρώπου –μάλλον η χρήση, η ανάκληση του ονόματος ενός ανθρώπου, έτσι και το όνομα του κειμένου συνοψίζει, επικαλείται, αναπαριστά ό,τι μπορεί να νοηθεί ως θέμα, ως ον του κειμένου – είναι η «ταυτότητά» του,σημαίνει μια διαρκή αναφορά όλων των συστημάτων του κειμένου σε μια έννοια ολική, ανακεφαλαιωτική, η οποία προλαμβάνει ό,τι θα ιστορηθεί στο κείμενο, είναι εκεί για να απορροφά όλες τις, συνεχώς, διαφεύγουσες σημασίες του κειμένου… Γι’ αυτό και να βρω τον τίτλο του κειμένου –δηλαδή, μιας ιδέας, ενός συναισθήματος που είναι προς γραφήν – σημαίνει πως αυτό το κείμενο έχει κιόλας τελειωθεί μέσα μου….
[αποσπάσματα από τη συνέντευξη που έδωσε ο Γιώργος Χειμωνάς στους ποιητές Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό τους Η ΛΕΞΗ τεύχος 42 με τον τίτλο ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΠΟΙΗΤΕΣ]
[Κρατώ για την τέχνη ένα παράξενο αίσθημα, ένα συνδυασμό δέους και στοργής κι αυτό ίσως οφείλεται στην ιδέα που έχω για την τέχνη: ότι αποτελεί ένα μοναχικό πάντα φαινόμενο, που έρπει αβοήθητο κι αυτόφωτο στις σκοτεινές παρυφές της ιστορίας και της ομολογημένης γνώσης – είναι ένα άβατο, όπου τα περιβάλλοντα πράγματα και οι άλλες, έξω της τέχνης, δράσεις του ανθρώπου πολύ εξωτερικούς μετασχηματισμούς μπορούν να δεχθούν ή και να επιφέρουν - Γιώργος Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, Εκδόσεις Καστανιώτη,1995]