Από κάτω η ζωή του σα ν’ άνοιξαν σπήλαια κάτω από τη ζωή. Ενώ ήταν σ’ αυτή την έσχατη κατάσταση. Τότε συμβαίνει εμπρός του μια άγνωστη λειτουργία. Μια ξένη τελευτή και σαν από κάποια σκοτεινή υποβολή είπε πως είναι γάμος. Αφού μάλλον μια συνάντηση που έρπει επάνω σε μιαν ακατοίκητη επιφάνεια και μοχθηρή γνωριμία σαν συντέλεια. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που εκτυλίσσονται μπροστά του κι από πού ήρθαν. Κανείς δεν θα αποκριθεί. Διέσχισαν πολλούς αφανισμούς και μολυσμένοι ήρθαν να συναντηθούν με μοχθηρή προκλητικότητα μεταξύ τους κι αδιαπέραστη υποψία. Αυτή η τελετή που δημιουργείται. Αποπνέει μιαν ασύλληπτη ευρυχωρία και μια ειρήνη αβύσσου. Εκείνοι οι άνθρωποι κινούνται πολύ αργά. Δύο αμείλικτοι άνθρωποι παν να ενωθούν από μακριά και σαν ένας ύμνος πλησιάζονται. Ποιος νους που νικά τους σκέφτεται. Ο ένας είναι λυπημένος κι έτσι μονάχος που περπατά μοιάζει σαν να ανασηκώνεται αργά κι ατελείωτα από την γη. (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΑΜΟΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1975 ARTbyLEGAC JEHAN)
Σαν λυπημένος από μιαν άλλη Γυναίκα που την έλεγαν Αιτία κι είχε το χάρισμα σα ν’ αφουγκράζεται ένα τραγούδι από γενιές. Πώς να είναι ο άνθρωπος από μέσα; Ένα θαύμα; Λυσσασμένο Πουλί να ξεφύγει απ’ την ελευθερία; Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που από τυραννική δεισιδαιμονία υπακούουν την αρχαία ανθρώπινη ψυχή. Αλλά υπάρχει και μια λαμπρή ευχαρίστηση, χωρίς ομιλία αλλά με σφυριχτά μουγκρίσματα, που σαν απληστία κουνιέται ρυθμικά, μια μπρος και μια πίσω και κροταλίζει τα βαριά της τάματα από σφοδρές πράξεις που έχει στο νου…
Σαν ένας άνθρωπος που συνεχώς ανατέλλει. Ο άλλος είναι απαθής και μια μεγάλη πομπή τον συνοδεύει. Ο απαθής είναι πολύ νέος ως είκοσι χρονών και έχει μιαν εξαιρετική ομορφιά. Μια νύχτα φωτίζει διαρκώς το γυμνό του σώμα. Η πομπή που τον περιβάλλει είναι οι αμέτρητοι συγγενείς του και υπάρχουν και πολλοί από κληρονομικές γενιές. Κατάστικτοι από σημάδια κοινού ερχομού. Πλήθος θαμπό κι αξεχώριστο και μονάχα οι ηλίθιοι από βαριά τρέλα χύνονται να φύγουν και ολόγυμνοι οργάν μ’ ένα ηδονικό πανικό κι άλλοι πολλοί έχουν σημάδια μιας θανάσιμης χρυσής. Η γυναίκα του απαθούς είναι πολύ ηλικιωμένη ως εβδομήντα χρονών. Αλλά είναι γυναίκα σπάνιας ομορφιάς και με μια μεγαλοπρέπεια. Έγκυος από τον απαθή η κοιλιά της φουσκώνει και τέλεια στρογγυλή σα νεαρής μάνας. Φοράει μαύρα και το μακρύ της φόρεμα θα το ’λεγες εσθήτα. Το περπάτημά της σαν προσεκτικό και τα πέλματά της κάπως ερωτικά εφαρμόζουν στο χώμα σαν ελαφρό γλίστρημα.
Αγέρωχη από ομορφιά και δεν ξεχνά να βάλει στα μαλλιά της φίδια.Εκείνα τα εφήμερα που τα ’λέγαν φίδια του ληστή. Τανύονταν στον αέρα σαν χλωρά κλαδιά γύρω από την λευκόχρυση πλεξούδα της. Αυτή η γυναίκα έβγαζε ένα σμήγμα πολύτιμο για τους ανθρώπους. Ένα θαυματουργό παρελθόν την στεφανώνει και την ακολουθεί. Δίπλα της και κατάκοιτος ο τελευταίος γιος της κι από πάντα τον κρατούσε κοντά της. Είναι ένα καχεκτικό πλάσμα ως είκοσι χρονών με μιαν αποτροπιαστική καχεξία. Γεννημένο με μιαν ανελέητη διαστροφή. Από παιδί κι έξι χρονών παιδί σκότωνε ανθρώπους και τους δολοφονούσε φριχτά. Αλλά ύστερα από το έγκλημα αρρώσταινε βαριά και βούλιαζε σ’ ένα κώμα και κάθε φορά βαρύτερα.
Σα να ήταν από θάνατο η ζωή του και μετά από το θάνατο λιγόστευε. Από καιρό παράλυτο και σαν λιωμένο από μιαν αγιάτρευτη εξάντληση. Όπου νάνε πεθαίνει και μόνο τα μάτια του μείναν ζωντανά σαν δυο καρκίνοι ματιών. Ο λυπημένος δεν έδειχνε λύπη. Αλλά το πρόσωπό του είχε μια έξαψη και προκαλούσε τρόμο. Προκαλούσε δέος η πελώρια εμφάνισή του. Ο λυπημένος είναι στολισμένος εκθαμβωτικά. Ποτέ άνθρωπος στον κόσμο δεν στολίστηκε τόσο και δεν παρουσιάστηκε. Σαν ένας πύργος από αστραφτερά υφάσματα και τεντωμένα. Κεραίες και σκαλωσιές στηρίζουν την πελώρια πρόσοψη. Σαν ένα πλατύ κι ορθωμένο λοφίο λύγιζε προς τα πίσω και ταλαντεύονταν σε κάθε κίνηση του λυπημένου. Έχει διάμετρο ως δέκα μέτρα κι από τις άκρες ανέμιζαν ξεσκισμένα λάβαρα και φυλαχτά.
Κολλημένα σαν μαγνητισμένα δυσδιάκριτα και τρομακτικά πράγματα και ράκη ζώων κι ανθρώπων κι όλα μαζεμένα με μια μανιασμένη φιλαρέσκεια και συνέχεια να ξεκολλάν και πέφτουν καταγής και χαμηλά διακρίνεται το φοβερό του πρόσωπο κι όλο εκείνο το τέμπλο που βάδιζε. Έθρυβε και σιγά-σιγά αφανιζόταν λες και το φως της ημέρας να έτρωγε σιγά-σιγά εκείνο το υπερφυσικό κι υπέροχο ανθρώπινο ικρίωμα μούμια του ήλιου και ήρθαν και σταμάτησαν ο λυπημένος αυτός κι ο απαθής ο ένας απέναντι στον άλλο αλλά σε αρκετή απόσταση ως εκατό μέτρα και σταμάτησαν. Αυτός είναι ο γάμος. Ανάμεσά τους ο αέρας σα να έρρεε από τους αχνούς της ζεστής ξερής γης.
[Απ’ έξω ένας στρατός και πολιορκεί κι άλλος λαός και φώναζε. Ξαφνικά κατέβηκε μια σιωπή κι αυτοί οι νέοι βάρυναν. Αισθάνθηκαν να αποχτούν ένα ακατανίκητο βάρος και σαν ένα τεράστιο και ταραγμένο σύμπλεγμα όπως εκείνα τα σπαραγμένα ανθρώπινα μαζώματα της καταστροφής. Αβάσταχτα σώματα κι άρχισαν να βουλιάζουν ξαφνικά μέσα στη γη κι οι ακίνητες χειρονομίες τους αναπήδησαν από τη γη σαν τελευταίοι θάμνοι και χάθηκαν. Σ’ εκείνο το μέρος η γη δεν άντεξε και υποχώρησε σαν μια καθίζηση και χωρίς κανέναν κρότο ο σωρός βούλιαζε μαρμαρωμένος κι αργά σαν καράβι και τεντωμένα άλογα που πέφτουν σε γκρεμνό κι έσπανε σε μεγάλα κομμάτια το κάθε κομμάτι μεγαλύτερο από το ολόκληρο. Γλυστράν βαθειά και βυθίζονται βαρειά κι αργά στα μαλακά βάθη της γης που έχουν ένα τρυφερό χώμα και πιο βαθειά απ’ όλες τις ρίζες κι από όλους τους τάφους κι ακόμα πιο βαθειά κι από τις παραχωμένες άγκυρες του κακού και σκαλωμένες. Απότομα η γη έγειρε κι έκανε κλίση προς τα εκεί. Αλλά κανείς δεν πλησιάζει το βάραθρο και όλοι αποστρέφονται. Κανείς ποτέ δεν θα τολμήσει να σκύψει και να ιδεί κι ούτε κι οι μάνες. Κανείς να μην τολμήσει -