Την Κυβέλη την έλεγαν και Αρετή. Όμως ποτέ κανείς δεν την είχε φωνάξει έτσι. Άνοιξα τα μάτια. Δεν πονούσα πια και μονάχα αισθανόμουν την βία των χτυπημάτων αλλά κανέναν πόνο. Ήμουν πεσμένος κάτω κι από χαμηλά. Έβλεπα τον άγνωστο γιγάντιο με υψωμένο το μαχαίρι. Σταματημένο στον αέρα έτοιμο να ξαναχτυπήσει. Είναι ζωντανές οι ιδέες! φώναξα σα να προσπαθούσα την τελευταία εκείνη ώρα κι εγώ να τον χτυπήσω και να αντισταθώ και φώναξα με όση δύναμη μου απέμενε υπάρχουν. Είναι ζωντανές οι ιδέες! Ξαναχτύπησε πάντα στο ίδιο μέρος και πάλι ορθώθηκε και περίμενε κι εγώ. Φοβισμένος για ένα νέο χτύπημα. Έψαξα με απελπισία κάτι για να σκεπάσω. Το σπαραγμένο σώμα μου για ν’ αμυνθώ. Ήρθε καινούργιο χτύπημα. Αλλά αυτή την φορά στο πρόσωπο. Πάνω στο μάγουλό μου κι αισθάνθηκα το μαχαίρι να χώνεται στο κόκκαλο. Να τρυπάει την υπερώα να ξεσκίζει την γλώσσα μου. Μασώντας θρύψαλα οστών ξερνώντας σάλια και αίματα είπα τον θάνατο του Σαρπηδόνα και με αυτόν εσκέπασα. Τις άδικες πληγές μου αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο Εχθρός του Ποιητή, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1990 ARTbyManRay ] [αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990]
Η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία και γι’ αυτό αφανίζεται ρημαγμένη από κάτι που δεν έχει αιτία. Ιδού:
Την Κυβέλη την έλεγαν και Αρετή
-8-
η Κυβέλη λέει μαλακά σήμερα ξύπνησα από νωρίς.Όπως κάθε μέρα ξυπνάω στις πέντε. Στο Henvicη μέρα φωτίζει στις εννέα. Είναι ακόμα νύχτα αλλά εμένα μου αρέσει να σηκώνομαι αυτήν την ώρα. Κάνει πολύ κρύο. Τυλίγομαι στην ζεστή μου βελούδινη ρόμπα και βγαίνω από το δωμάτιο. Ξυπόλυτη μου αρέσει να αισθάνομαι κάτω από τα πόδια μου το παλιό χλιαρό ξύλο. Κατεβαίνω με προσοχή την απότομη στενή σκάλα. Γελάω ξαφνικά χωρίς να το θέλω γιατί θυμήθηκα πόσες φορές μια θεία του Yannicέπεσε απ’ αυτήν την σκάλα. Πάντα γελάω με τα μικρά ατυχήματα των ανθρώπων. Ειδικά η tanteJuliaπου φοράει όλες τις ώρες κάποια από τα παράξενα καπέλα της. Μπαίνω αριστερά στο ισόγειο στην μεγάλη κουζίνα. Είναι το πιο μεγάλο δωμάτιο του TyCroas. Όπως σε όλα τα σπίτια του Henvicκαι κάθε χάραμα μαζεύονταν να φαν οι μεγάλες οικογένειες των αγροτών πριν φύγουν για την σκληρή δουλειά. Υπάρχει ένα μικρό παράθυρο προς την ανατολή κι ένα πολύ μεγάλο τετράφυλλο προς το νότο.
Στον μεσαίωνα υπήρχε ένα βαρύς φόρος για τους χωριάτες που άνοιγαν στα σπίτια τους παράθυρα προς τον ήλιο. Όλα τα σπίτια στην Βρετάννη είναι κλειστά προς την ανατολή. Ανοίγω το μεγάλο παράθυρο κι ανασαίνω βαθιά. Η υγρασία τυλίγει το πρόσωπό μου σαν μια βρεγμένη σποδός. Το ξανακλείνω κι ανάβω το μεγάλο τζάκι. Ανάβω το κηροπήγιο με τα πέντε κεριά. Κάθομαι στο μακρύ ξύλινο τραπέζι απέναντι στο μικρό παράθυρο της ανατολής. Το τραπέζι είναι ακατάστατο. Πιάτα του χθεσινού δίσκου με αποφάγια φρούτα σκορπισμένα τα ωραία κόκκινα και πράσινα χρώματα των μήλων. Παντού ξεραμένα βότανα κι άγρια λουλούδια μαζεμένα από τις πηγές του δάσους μυρίζουν βαρειά. Βράζω νερό και σε λίγο όλη η κουζίνα γεμίζει με το πηχτό άρωμα του καφέ. Αισθάνομαι σχεδόν ευτυχισμένη. Δεν σκέφτομαι τίποτα. Κοιτάζω ακίνητη συνέχεια το παράθυρο της ανατολής.
Γύρω στις οκτώ αρχίζει να φέγγει. Ο ουρανός είναι μαύρος. Τα σύννεφα πανύψηλα μεγάλα τείχη το ένα πίσω από το άλλο τον κρύβουν. Όπως τα πολλά τείχη μιας αρχαίας βασιλεύουσας. Το μπροστινό τείχος είναι πάντα το πιο αδύναμο. Γρήγορα το ρίχνουν οι άνεμοι ανοίγουν πελώριες τρύπες και φαίνεται το δεύτερο τείχος. Πιο στερεό αλλά κι αυτό αρχίζει να γκρεμίζεται. Σήμερα μέτρησα έξι τείχη. Το τελευταίο και πιο φωτεινό δεν έπεφτε. Μέχρι τις δέκα προστάτευε τον ουρανό.
Σηκώθηκα να βρω τον Yannicπου είχε αργήσει να φανεί.Συνήθως με αφήνει μέχρι τις εννιά να χαίρομαι μονάχη εκείνες τις ώρες της αυγής. Πήγα στο σαλόνι απέναντι στην κουζίνα όπου κοιμάται. Δεν ήταν εκεί. Το ντιβάνι όμως το είχα στρώσει εχθές και τα δυο-τρία βιβλία πάνω του στην ίδια θέση. Δεν είχε καθόλου ξαπλώσει; Τον φώναξα έψαξα σ’ όλο το σπίτι. Πουθενά δεν ήταν. Βγήκα στον κήπο.
Ψιλόβρεχε κι ένα κακό φως σκέπαζε όλη την ημέρα. Μια αστραπή μ’ έκανε να χωθώ στην αποθήκη δίπλα στο σπίτι. Ήταν γεμάτη καινούργια χαρτιά ταπετσαρίας από πέρυσι το καλοκαίρι. Είχα αποφασίσει να αλλάξω την παλιά σ’ όλο το σπίτι και όλο το ανέβαλλα. Ο Yannicκρεμόταν από την οροφή. Ο βρόχος ένα χοντρό άσπρο πλαστικό σκοινί βάρκας η Κυβέλη σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Την έβλεπα να διασχίζει αργά τα δωμάτια αφήνοντας πίσω της τις πόρτες ανοιχτές. Έφευγε. Χωρίς να γυρίσει να με δει βγήκε από την εξώπορτα αφήνοντάς την κι αυτήν ανοιχτή. Εχάθηκε για πάντα; Είχε αρχίσει να νυχτώνει.
Κάποιος στεκόταν στην ανοιχτή εξώπορτα.Πήγα προς τα εκεί ανάβοντας τα φώτα σε όλα τα δωμάτια. Με μια συγκίνηση γιατί νόμισα πως η Κυβέλη είχε ξαναγυρίσει. Ήταν ένας άγνωστος άνδρας γύρω στα τριάντα. Ψηλόλιγνος και κατάχλωμος φορούσε ένα εντυπωσιακό μοντέρνο μαύρο κουστούμι. Το κάτασπρο πουκάμισό του έκανε το πρόσωπό του παρόλη του τη χλομάδα να φαίνεται γκρίζο. Η γραβάτα του ήταν γαλάζια και μαύρη και είχε καλοχτενισμένα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά μακριά πίσω. Έμοιαζε με τον τραγουδιστή NickCave. Τι θέλετε; Ποιος είστε; ρώτησα κι αυτός προχώρησε μπροστά μπήκε στο σπίτι. Δεν σας ξέρω είπα είμαι βέβαιος πως κι εσείς δεν με ξέρετε. Τα χέρια του ήταν σχεδόν κυανά και σκέφτηκα πως δεν ήταν πολύ κρύα και θα υπέφερε από αυτό. Απέφευγε να με κοιτάξει και προχώρησε προσπερνώντας με πήγε προς το δωμάτιό μου.
Τον ακολούθησα με θυμό για την σιωπή του και την τόλμη του.Στο δωμάτιο στάθηκε για λίγο ακίνητος στρέφοντάς μου την πλάτη. Ξαφνικά γύρισε. Με πλησίασε μ’ αντίκρισε. Τα μάτια του λίγο κοκκινισμένα με κοίταζαν συνεσταλμένα. Αλλά προσπαθούσε να τα κρατήσει στυλωμένα στα δικά μου. Δεν είχα πια θυμό. Σε ανεγνώρισα. Ήρθες να με σκοτώσεις είπα ήρεμα. Αλλά και με μια ευτυχισμένη διέγερση. Είδα στο δεξιό του χέρι. Κρατούσε ένα παράξενο μαχαίρι από λαμπερό σαν το χρυσάφι μπρούντζο. Η πλατειά του λάμα κατέληγε κυρτή σε μια λοξή αιχμή. Σαν τα παλιά μαχαίρια που είχαν ανατολίτες.
Άδειασε όλος μου ο νους άδειασε κι η ψυχή μου. Έκανε μια αστραπιαία χειρονομία στον αέρα. Ένοιωσα έναν οξύ πόνο στο στήθος μου δεξιά εκεί που τελειώναν οι πλευρές. Έσκυψα και είδα με έκπληξη το μαχαίρι να τραβιέται έξω από το σώμα μου. Ένας κρουνός αίμα πετάχτηκε από την τρύπα ανακατεμένο με χολή.Γιατί με σκοτώνεις. Ποιος είσαι ρώτησα έτοιμος να σωριαστώ σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ μη. Λυπήσου με μη. Μη με σκοτώσεις παρακάλεσα με ξεπνοϊσμένη φωνή. Λυπήθηκα αβάσταχτα τον εαυτό μου άρχισα να κλαίω. Το χέρι του σαν να μην ανήκε στο ακίνητο σώμα του ανεβοκατέβαινε με απίστευτη ταχύτατα με μεγάλες απλωτές κινήσεις. Όλες προς το επάνω μέρος της κοιλιάς κάτω από το θώρακα. Είπε ψέματα η Κυβέλη είπα με αναφιλητό με παράπονο.
Να ο άγνωστος θάνατός μου. Χωρίς αιτία κι εκείνη την στιγμή.Πίσω από τα κλεισμένα μου βλέφαρα πέρασε η μορφή της Κυβέλης. Πρώτη φορά την έβλεπα έτσι όπως την είδα. Από κάπου με κοίταζε. Σαν ν’ ακουμπούσε καθιστή σ’ ένα τραπέζι με κοίταζε καπνίζοντας.Αλλά ήταν μισόγυμνη και πρόστυχη. Μ’ ένα φτηνό μαύρο κομπινεζόν είχε μόλις σηκωθεί από έναν αισχρό έρωτα. Με κοίταζε συνέχεια με τα πρησμένα μάτια της εξαντλημένη από τους οργασμούς και κάθε τόσο έφερνε το τσιγάρο κι ύστερα την τύλιγε ο καπνός κι ύστερα θυμήθηκα. Το ξεχασμένο άλλο της όνομα.
Την Κυβέλη την έλεγαν και Αρετή.Όμως ποτέ κανείς δεν την είχε φωνάξει έτσι. Άνοιξα τα μάτια. Δεν πονούσα πια και μονάχα αισθανόμουν την βία των χτυπημάτων αλλά κανέναν πόνο. Ήμουν πεσμένος κάτω κι από χαμηλά. Έβλεπα τον άγνωστο γιγάντιο με υψωμένο το μαχαίρι. Σταματημένο στον αέρα έτοιμο να ξαναχτυπήσει.Είναι ζωντανές οι ιδέες! φώναξα σα να προσπαθούσα την τελευταία εκείνη ώρα κι εγώ να τον χτυπήσω και να αντισταθώ και φώναξα με όση δύναμη μου απέμενε υπάρχουν.
Είναι ζωντανές οι ιδέες!Ξαναχτύπησε πάντα στο ίδιο μέρος και πάλι ορθώθηκε και περίμενε κι εγώ. Φοβισμένος για ένα νέο χτύπημα. Έψαξα με απελπισία κάτι για να σκεπάσω. Το σπαραγμένο σώμα μου για ν’ αμυνθώ. Ήρθε καινούργιο χτύπημα. Αλλά αυτή την φορά στο πρόσωπο. Πάνω στο μάγουλό μου κι αισθάνθηκα το μαχαίρι να χώνεται στο κόκκαλο. Να τρυπάει την υπερώα να ξεσκίζει την γλώσσα μου. Μασώντας θρύψαλα οστών ξερνώντας σάλια και αίματα είπα τον θάνατο του Σαρπηδόνα και με αυτόν εσκέπασα. Τις άδικες πληγές μου
ο θάνατος περίμενε να πει όλα τα λόγια
Ύστερα το τέλος άπλωσε άνω στο πρόσωπό του
Και ο φονιάς επάτησε την φτέρνα του στο στέρνο
Με δύναμη τραβολόγησε απ’ τον νεκρό το δόρυ
Φάνη η κορφή του κονταριού με λάφυρο ένα σπλάχνο
Βγήκε μαζί με την αιχμή το διάφραγμα σκισμένο
Εντόσθιο κρυφό μοναχικό στο δόρυ αγκιστρωμένο
-κρεμασμένη στον μπρούντζο έλαμπε
η ψυχή του Σαρπηδόνα
Είδα ολόκληρη τη ζωή μου να τρέχει προς τα εμπρός. Προς ένα τοίχος από φως. Ακούμπησε ήσυχη επάνω του και χύθηκε αραίωσε. Ξεψύχησε πάω στο φως. Στους αιώνες έμεινα εκεί φωτισμένος πεθαμένος.
Ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του και η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Γιατί η Ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία, γι’ αυτό αφανίζεται από κάτι που δεν έχει αιτία. Ποίημα, πάλι, είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του Ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό – Γιώργος Χειμωνάς Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990)